«Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ» |
Στο λιμπρέτο του ο Μπεργκ συνέπτυξε πολύ το μύθο, τους διαλόγους και τα πρόσωπα του δίπτυχου έργου του Βέντεκιντ, προσδίδοντας στα πρόσωπα εξαιρετική συμβολοποιητική, αποκαλυπτική και καταγγελτική δύναμη, με πρωταγωνιστικά πρόσωπα την Λούλου και το δρ. Σάιν. Την πάμφτωχη, ορφανή από μάνα, βιασμένη και εκπορνευμένη, από τα τρυφερά παιδικά της χρόνια, από έναν διεφθαρμένο τσαρλατάνο, πιθανό «πατέρα» της Λούλου, έφηβη ακόμα, αναλαμβάνει να εκπορνεύει και έπειτα να την πουλά σε «συζύγους» ο μεσήλικας χρηματιστής - μεγαλοεκδότης - «καθώς πρέπει» μαστροπός, δρ. Σάιν. Η φτωχή Λούλου εξελίσσεται σε πόρνη πολυτελείας. Με την ομορφιά της σαγηνεύει καλλιτέχνες, μπλέκεται με φόνους, αυτοκτονίες, βρώμικα τραπεζικά - χρηματιστηριακά παιχνίδια, με σόου μπίζνες και καζινο-πορνεία. Εκβιαστικά παντρεύεται και έπειτα δολοφονεί τον γέρο Σάιν. Κυνηγημένη λόγω φόνου, πέφτει στα χέρια ενός μαρκησίου - μαστροπού, και εξαθλιωμένη πόρνη πάλι, δολοφονείται από το «φάντασμα» του Σάιν - τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη.
Η τολμηρή και ουσιωδώς μοντέρνα - θεματολογικά, μυθοπλαστικά, συνθετικά - όπερα του Μπεργκ (στην ημιτελή της μορφή) παρουσίασε για πρώτη φορά το ΜΜΑ, σε εξαιρετική, πραγματικά μοντέρνας αντίληψης, με αποχρώσεις μπρεχτικής αποστασιοποίησης, παράσταση του (πολύπειρου και στο θέατρο πρόζας και στο λυρικό θέατρο) Γερμανού σκηνοθέτη Αϊκε Γκραμς. Μια παράσταση παρασάγγας απέχουσα από τους αισθητικούς και ερμηνευτικούς κανόνες της «κλασικής» όπερας. Μια παράσταση βαθύτατα μπολιασμένη από το θέατρο πρόζας. Συντελεστές του συνολικά σημαντικού σκηνικού και ερμηνευτικού αποτελέσματος ήταν το άκρως καλαίσθητο και συμβολιστικό παρά την αφαιρετικότητά του σκηνικό και τα σύγχρονα κοστούμια (Γκότφριντ Πιλζ), οι εικαστικής ομορφιάς φωτισμοί (Μάμφρεντ Βος), η εκφραστική κινησιολογία (Πέτρος Γαλλίας), η μουσική διδασκαλία και διεύθυνση Ντιρκ Βέντμαν - Ιάκωβος Κονιτόπουλος), η διεύθυνση της Ορχήστρας Ραδιοφωνίας της Πράγας από τον Νίκο Τσούχλο και οι θεατρικότατες ερμηνείες όλων των λυρικών τραγουδιστών, με κυρίαρχη την ερμηνεία της Μαρλίς Πέτερσεν (Λούλου), μια υψηλή σοπράνο με πολύ σύγχρονη υποκριτική αντίληψη και εκπληκτική κινησιολογική, αναπνευστική και φωνητική ευχέρεια.
Στο θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου» ο θίασος «Διαδρομή» ανέβασε το άπαιχτο από το ελληνικό θέατρο (παρά την κινηματογραφική του επιτυχία) έργο του πολυγραφότατου Αμερικανού δραματουργού Ορτον Φουτ «Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ». Με επιρροές από τη δραματουργία του Τσέχωφ, του Τ. Ουίλιαμς, του Α. Μίλερ, ο Ορτον Φουτ με το έργο αυτό μιλά για βαθύτατα ανθρώπινα θέματα. Για την ερήμωση και αλλοίωση της αμερικανικής υπαίθρου με το αναγκαστικό ξερίζωμα της φτωχής αγροτιάς από τη γη της, τη φύση, τις παραδόσεις, τη νηφάλια ζωή της. Για τον ανασφαλή βιοπορισμό, την αγχώδη ζωή των φτωχών ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, τον ανταγωνιστικό «νέο τρόπο ζωής» σ' αυτές που γεννά τη μοναξιά, τη σκληρότητα και την αποξένωση ακόμα και μέσα στην οικογένεια, ακόμα και μεταξύ μάνας και παιδιού και βέβαια τον πόθο για επιστροφή στις ρίζες. Ο συγγραφέας, μέσα από τα τρία καλοσχεδιασμένα, βασικά πρόσωπα του έργου - μια χήρα ηλικιωμένη μάνα, πρώην αγρότισσα, που ζει με τον άνεργο γιος της και τη νύφη της, σε ένα δυάρι σε φτωχογειτονιά μιας μεγαλούπολης - συνθέτει μια ρεαλιστική, βαθύτατα ουμανιστική ψυχογραφία και ταυτόχρονα μια ηθογράφηση της αμερικανικής κοινωνίας, την εποχή του πολέμου στην Κορέα, ενάντια στον οποίο αφήνει μια αιχμή, μέσω ενός δευτεραγωνιστικού γυναικείου προσώπου. Ο μύθος επικεντρώνεται στον ψυχολογικά βασανισμένο από την ανεργία γιο, την άτεκνη, νευρωτική, σκληρή απέναντι στην πεθερά της, μεγαλωμένη στη μεγαλούπολη, νύφη, και στη μάνα, με τη σύνταξη της οποίας επιβιώνει το ζευγάρι. Μια μάνα, τρυφερή, βασανισμένη από τη ζωή, που λαχταρώντας να γυρίσει στις «ρίζες» της κρυφά φθάνει στο παντέρημο, πια, από ανθρώπους, εξαφανισμένο από το «χάρτη» χωριό της και στο ερειπωμένο πατρικό σπίτι της. Με κομμένες τις «ρίζες» της ξαναγυρίζει στη μεγαλούπολη. Μόνη «πατρίδα» της πια, ο γιος και η νύφη της. Το έργο, σε ρέουσα μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη, λιτά ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, αρμόζοντα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου, σκηνοθέτησε με μεγάλη ευαισθησία και ρεαλιστική απλότητα και καθαρότητα ο Κώστας Τσιάνος. Η σκηνοθεσία καθοδήγησε τις, συνολικά, αψεγάδιαστες ερμηνείες των Στέλιου Μάινα, Ευαγγελίας Μουμούρη, Γεωργίας Γεωργόνη, Γιάννη Θωμά, Μάκη Αρβανιτάκη, αλλά και «ευεργετήθηκε» από την πολύ συγκινητική, γεμάτη τρυφερότητα και χάρη, ερμηνεία της Αντιγόνης Βαλάκου.