Την ίδια στιγμή μπαίνουν στο στόχαστρο και τα δικαιώματα των μονίμων
Χτες, σύμφωνα με πληροφορίες, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου κύριας σύνταξης, το ΤΑΠ-ΟΤΕ, αποφάσισε ότι μπορούν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα «εθελούσιας εξόδου» περίπου 700 επιπλέον εργαζόμενοι, μέσω της αναγνώρισης της στρατιωτικής τους θητείας ως πλασματικού χρόνου εργασίας. Μέχρι και χτες δεν είχε διευκρινιστεί - αν τελικά εφαρμοστεί η πρόταση - ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο, αν δηλαδή το κόστος και της νέας ρύθμισης θα το επωμιστεί το Ταμείο και άρα οι εργαζόμενοι ή η εταιρία.
Υπενθυμίζουμε ότι πριν από την απόφαση της διοίκησης του ΤΑΠ-ΟΤΕ, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορούσαν να συμμετάσχουν σχεδόν 5.200 εργαζόμενοι. Η διοίκηση του ΟΤΕ έχει σε έγγραφό της επισημάνει ότι ακόμα και αν φύγουν οι 4.500 θα έχει «άμεσο όφελος 170 εκατομμύρια ευρώ». Σήμερα, ήταν η τελευταία μέρα όπου οι εργαζόμενοι αυτοί μπορούσαν να υποβάλουν αιτήσεις. Μέχρι προχτές οι αιτήσεις είχαν φθάσει τις 3.800. Με την προσθήκη των 700 εργαζομένων είναι φανερή η προσπάθεια της διοίκησης όχι μόνο να πιάσει το στόχο των 4.500 αλλά αν είναι δυνατόν και να τους αυξήσει αποκομίζοντας ακόμα περισσότερα κέρδη. Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα «εθελούσιας εξόδου» μεταφράζεται σε επιβάρυνση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για τα Ταμεία κύριας σύνταξης, εφάπαξ και επικουρικού.
Παρά το ότι η απόφαση λήφθηκε χτες, η διοίκηση του ΟΤΕ είχε φροντίσει να ειδοποιήσει τους εργαζόμενους νωρίτερα (!) ώστε να είναι έτοιμοι να υποβάλουν τις αιτήσεις σήμερα. Η νομιμότητα της απόφασης θα κριθεί εκ των υστέρων.
Αφού ξεμπέρδεψε με τους νεοπροσλαμβανόμενους, τώρα η διοίκηση του ΟΤΕ, με τις ευλογίες της κυβέρνησης της ΝΔ, απεργάζεται σχέδια συρρίκνωσης των δικαιωμάτων και των εν ενεργεία μονίμων εργαζομένων.
Ο πρόεδρος του ΔΣ του ΟΤΕ και διευθύνων σύμβουλος, Π. Βουρλούμης, με επιστολή του στις 3 του Οκτώβρη 2005, προς τον νέο πρόεδρο της ΟΜΕ-ΟΤΕ, Γ. Κουτσιμπογιώργο, επαναφέρει προς συζήτηση τις «πάγιες θέσεις της Διοίκησης» που χτυπούν ευθέως τα δικαιώματα και των εν ενεργεία μονίμων υπαλλήλων. Δικαιώματα που, όπως διατυμπάνιζε πανηγυρικά η συμβιβασμένη πλειοψηφία της ΟΜΕ-ΟΤΕ, είχε «κατορθώσει» να διασφαλίσει με την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας. Αλλωστε, όπως αναφέρεται και στην επιστολή, οι θέσεις αυτές ήταν γνωστές στην πλειοψηφία της Ομοσπονδίας, «είχαν ήδη τεθεί στην ΟΜΕ- ΟΤΕ στις 17/1/2005».
Μεταξύ των θέσεων αυτών περιλαμβάνεται ο εξής σχεδιασμός: Οσοι κρίνονται «τελεσίδικα μη προακτέοι μισθολογικά λόγω χαμηλής βαθμολογίας επί δύο συνεχείς κρίσεις ή περισσότερες των δύο με διακοπή εντός της αυτής πενταετίας, απολύονται αυτοδίκαια και υποχρεωτικά από τον Οργανισμό, λόγω αποδεδειγμένης ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας». Το μέτρο αυτό φυσικά πιάνει και τους μόνιμους, τους οποίους, αν η διοίκηση τους κρίνει με ένα εντελώς υποκειμενικό σύστημα αξιολόγησης «ανίκανους», θα μπορεί να τους απολύει κατά βούληση, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία.
Πρόκειται για ένα ακόμα μέτρο που στόχο έχει την ολοκληρωτική κατάργηση των δικαιωμάτων που είχαν οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ ως ΔΕΚΟ και τη λειτουργία της επιχείρησης με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, στο όνομα της ιδιωτικοποίησης, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού, της αύξησης των κερδών του κεφαλαίου.
Οι επιδιώξεις αυτές είναι γνωστές και στο νέο προεδρείο της ΟΜΕ-ΟΤΕ τουλάχιστον από τις αρχές του Οκτώβρη. Ομως, η συμβιβασμένη πλειοψηφία σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα έχει κυριολεκτικά καταπιεί τη γλώσσα της, επιβεβαιώνοντας τη συναίνεσή της.