Αφίσα της ΕΠΟΝ. Σχέδιο, σινική, 1944. |
Αρχή της έκθεσης, τα έργα της Κατοχής. Πολύτιμα έργα, ντοκουμέντα και μαρτυρίες του αγώνα ενάντια στον καταχτητή. Σ' αυτά περιλαμβάνεται η ελαιογραφία «Οικογένεια» (1942), δύο αφίσες που κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο, αλλά και το περίφημο και πασίγνωστο έργο - σήμα της ΕΠΟΝ. Ηταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, όταν ο Γ. Στεφανίδης είπε και τυπικά το «Ναι» για να γίνει μέλος της ΕΠΟΝ της ΑΣΚΤ. Αφίσες, πλακάτ και φέιγ βολάν, ήταν το κομμάτι της καλλιτεχνικής δουλιάς, που συντρόφευε τις τεράστιες κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας. Ο τραυματισμός του στη μαχητική διαδήλωση για την επιστράτευση, στις 5 Μάρτη 1943, έγινε αφορμή να μείνει αρκετό καιρό κλεισμένος στο εργαστήριό του, ασχολούμενος αποκλειστικά με την καλλιτεχνική δουλιά της Οργάνωσης.
Ηταν η περίοδος, που, όπως μας λέει ο Γ. Στεφανίδης, «το ατελιεδάκι της οδού Καπλανών, μετατράπηκε σε εργαστήρι του καλλιτεχνικού συνεργείου της ΕΠΟΝ. Κρυφά και με συνωμοτικές διαδικασίες, τυπώναμε μικρές αφίσες, που έπειτα τις κολλούσαμε στους δρόμους. Εχοντας, μερικές φορές, τη βοήθεια του Γιώργου Βακιρτζή και του Απόστολου Μπάρμπογλου, ξεκινήσαμε με έναν πολύγραφο με στένσιλ. Τη λύση, όμως, την έδωσε ένα αυτοσχέδιο "ταχυπιεστήριο", που σχεδίασα, το οποίο τύπωνε αρκετά καλά και γρήγορα. Ηταν σχέδια που εξέφραζαν την πολιτική γραμμή της ημέρας, την οποία έφερνε από "πάνω" ο Διονύσης, που δεν ήταν άλλος από το Νίκο Καραντηνό». Από την περίοδο αυτή ξεκινά και η ενασχόληση του Γ. Στεφανίδη με το λινόλεουμ, ένα υλικό που χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα, το οποίο, αν και δεν προσφέρεται για την απόδοση λεπτομερειών, συγκεντρώνει την προτίμηση του καλλιτέχνη.
Ενα σύννεφο κατέβηκε στη μέση του δρόμου/ πήρε στην μπάντα τα τηλεγραφόξυλα, κάτι τους λέει./ Εμείς ξέρουμε πώς ό,τι κι αν πούνε/ το ψωμί είναι πάντα ψωμί και το δίκιο δίκιο».Γιάννης Ρίτσος |
Οπως επισημαίνει ο Γ. Στεφανίδης «Στα τοπία αυτής της περιόδου, δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο για να δείξω την εξορία. Ομως τα έβλεπα με το μάτι του εξόριστου. Μέσα από κείνη τη σκιά. Ετσι, σε κανένα έργο μου εκείνης της περιόδου δεν υπάρχει ο ήλιος. Δεν τον είδα κι ας ήταν ο ήλιος όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας...».
«Η εξορία στο Κοντοπούλι δεν ήταν βέβαια μια εξορία σαν τη Μακρόνησο ή τη Γυάρο, ήταν όμως η στέρηση της ελευθερίας. Το ξερίζωμα. Ενα σκαλοπάτι πριν τη φυλακή». Ηταν μια μέρα του Σεπτέμβρη, όταν το παλιό φορτηγό καράβι ξεκίνησε από τον Πειραιά και έφτασε, «φορτώνοντας» κι άλλους από το Βόλο και τη Θεσσαλονίκη, στη Λήμνο. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Ζωγραφική στην εξορία»: «Ανάμεσά μας ήταν άνθρωποι λογιώ - λογιώ. Απ' όλες τις ηλικίες και απ' όλα τα επαγγέλματα. Από 16 χρονών μέχρι 75 και από τσοπάνηδες μέχρι επιστήμονες...».
Από τη σειρά «Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος» |
«Ξαφνικά ήρθε μια μέρα ένας χωροφύλακας και διέταξε: "Η μουσική απαγορεύεται και τα όργανα κατάσχονται!" Πήγαμε στον διοικητή, διαμαρτυρηθήκαμε, τίποτα: "Εδώ δεν ήρθατε για διασκέδαση" μας είπε. "Εδώ ήρθατε για να πονέσετε"... Ηρθε η ώρα της αναχώρησης... Εγώ από το πρωί ζητούσα να μου επιστραφεί το μαντολίνο... Μιλούσα σε κουφούς. Κι έτσι φύγαμε από το Κοντοπούλι, αφήνοντας ο καθένας μας και κάτι εκεί, μα το κυριότερο, αφήσαμε μια χρονιά απ' τη ζωή μας. Στις "αποσκευές" μου είχα μια ξύλινη βαλίτσα με διπλό πάτο. Εκεί έκρυψα όλα τα σχέδιά μου... Οταν φτάσαμε στο Μούδρο, μάθαμε ότι τελικά θα μας πάνε στη Μακρόνησο. Και μας πήγαν. Εκεί δεν τράβηξα ούτε μια γραμμή και δεν μπορώ να πω τίποτα γι' αυτήν. Η Μακρόνησος ούτε περιγράφεται, ούτε ζωγραφίζεται».
«Η γαϊδουροκεφαλή» |