Κυριακή 25 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΤΡΙΚΕΡΙ
Νησάκι με ιστορία

ΤΡΙΚΕΡΙ: «Στήνουμε τσαντίρια, δίχως αντοχή - και την άλλη μέρα, φτου κι απ' την αρχή»

Το έχουν αποκαλέσει «έναν από τους τελευταίους επίγειους παραδείσους της Μαγνησίας». Μικρό νησάκι - το περπατάς μέσα σε τρεις ώρες - κατάφυτο από ελιές, χωρίς δρόμους - μόνο μονοπάτια - χωρίς τροχοφόρα, είναι ένα ησυχαστήριο, μέσα στον κόλπο του Παγασητικού. Ψαροκάικα, σπιτάκια με στέγες, δύο γραφικές ταβερνούλες, ξενώνες, ένα μπακάλικο. Και το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας ή Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είναι το Παλιό Τρίκερι, τόπος εξορίας των γυναικών, από το 1948 έως το 1953, απομονωμένο τότε από τον κόσμο.

Το μοναστήρι χτίστηκε το 1835 και έχει ιστορία, όχι μόνο θρησκευτική: Λίγο πριν μπούμε στη Μονή της «Παναγίας των Τρικέρων» βλέπουμε μια επιγραφή με τη μορφή μιας γυναίκας: «Εδώ, διαβάζουμε, σε τούτο το νησί, Τρίκερι, έζησαν από το 1948 έως το 1953 πέντε χιλιάδες γυναίκες πολιτικές εξόριστες».

Πόσοι επισκέπτες του νησιού γνωρίζουν ότι εδώ μαρτύρησαν χιλιάδες από τις πιο άξιες γυναίκες της πατρίδας μας;

Εμεναν οι περισσότερες σε σκηνές έξω από τη Μονή και είχαν «διαδεχτεί» τους άντρες εξόριστους που προηγήθηκαν. Το χειμώνα του 1949 τις μετέφεραν στη Μακρόνησο και τον Αύγουστο του 1950 που ξαναγύρισαν (γύρω στις πεντακόσιες) στο Παλιό Τρίκερι αρνήθηκαν να μπούνε στο προηγούμενο στρατόπεδο, έμειναν ένα μήνα στο ύπαιθρο και στο τέλος, ύστερα από μια νεροποντή, έκαναν κατάληψη των κενών χώρων του μοναστηριού.

Ελεύθερες πολιορκημένες

Εδώ, σ' αυτά τα κελιά, κάτω από τις καμάρες βούιζε η ζωή σαν μελίσσι. Ραφτάδικο, παπουτσάδικο, παπλωματάδικο, μαραγκούδικο, γεμάτα γυναίκες μαστόρισσες. Συχνά ακούγονταν τα τραγούδια - δημοτικά και κλασικά - της χορωδίας των κρατουμένων που διεύθυνε η εξόριστη μουσικός Ελλη Νικολαΐδη, ενώ άλλες έγραφαν κρυφά την ιστορία της εξορίας τους. Εδώ, σ' αυτά τα κελιά η αξέχαστη Ζακυνθινή ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη είχε στήσει, μετά την επιστροφή των γυναικών από το Μακρονήσι, το εργαστήρι της. Εδώ απαθανάτισε πολλές από τις συνεξόριστές της με σκίτσα που εκδόθηκαν σ' ένα μεγάλο άλμπουμ, με τίτλο «Γυναίκες απ' όλη την Ελλάδα», το 1975 (με την ευκαιρία του «Ετους της Γυναίκας»). Σχέδια - κειμήλια μνήμης, ελευθερίας, ηρεμίας αλλά και γυναικείων προσώπων που αξίζει να θυμόμαστε τη μορφή τους. Πρόσωπα, που είναι οι ρίζες μας...

Μέσα στη σιωπή και στους ψιθύρους της φύσης το νεκροταφείο δίπλα στο μοναστήρι... Να βρισκόταν άραγε εδώ η νέα κοπέλα που άφησε την τελευταία της πνοή κρατούμενη στο νησί και τα παιδάκια των εξόριστων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν;

Σήμερα, το μοναστήρι, ανακαινισμένο, γαλήνιο, όμορφο, είναι ασβεστωμένο, γεμάτο λουλούδια και δροσερές σκιές... Δεσπόζει σ' ένα αγροτικό τοπίο.

Πιο κάτω, ο όρμος του Αγίου Γεωργίου, όπου τότε οι εξόριστες ζούσαν το Γολγοθά τους...

Σε μια από τις δυο γραφικές ταβερνούλες που επισκεφθήκαμε βρήκαμε ένα συγκλονιστικό βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει παλιότερα. «Τα στρατόπεδα γυναικών», της Βικτωρίας Θεοδώρου, με μαρτυρίες όχι μόνο δικές της, αλλά και άλλων αγωνιστριών. Σώθηκαν μέσα σε τετράδια που έγραφαν κρυφά οι εξόριστες και της τα παρέδωσε ύστερα από χρόνια η Ρόζα Ιμβριώτη. Κάποια άλλα χάθηκαν...

Μαρτυρίες που αποκαλύπτουν το ήθος των απλών ανώνυμων γυναικών που δίνανε τη μάχη τους όχι για να αποκομίσουν κάποιο προσωπικό όφελος ή δόξα αλλά μόνο για να υπερασπιστούν την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Γιατί η δήλωση που τους ζητούσαν σήμαινε υποταγή, σήμαινε να αρνηθούν την προσωπικότητά τους, τους συναγωνιστές, τον ίδιο τους τον εαυτό!

Κάτεργο

Γράφει η Βικτωρία Θεοδώρου: «Σκοπός της Διοίκησης ήτανε να αχρηστέψει πολιτικά, όσο μπορούσε, περισσότερες εξόριστες και να εξευτελίσει στα μάτια τους τον δίκαιο αγώνα που συνέχιζαν οι δικοί τους. Με διάφορα σωματικά βάσανα, με ψυχολογικά μέσα μελετημένα για να σπάνε το ηθικό, με την αδιαφορία στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, την απαγόρευση κάθε μέσου μόρφωσης, ψυχαγωγίας και ξεκούρασης επιδιώκανε να τους αποσπάσουν μια υπογραφή κάτω από μια δήλωση μετάνοιας».

Οι κρατούμενες περνούσανε ουσιαστικά τη ζωή τους με καταναγκαστικά έργα στο χώρο του στρατοπέδου. Εδώ, στο λιμάνι του Αϊ-Γιάννη, ξεφόρτωναν όλα όσα σήκωναν και μετέφεραν οι εξαντλημένες γυναίκες - μέχρι και κλιβάνους. Εδώ, σ' αυτό τον κοφτό, απότομο, πολύ ανηφορικό δρόμο, που σήμερα είναι τσιμεντοποιημένος ενώ τότε ήταν κακοτράχαλος, γεμάτος πέτρες και αγκάθια. Διαβάζουμε: «Μετά το Μάρτη του 1948 που φύγανε οι άντρες (εξόριστοι) ως τον τελευταίο, μοναχές τους ξεφορτώνανε οκάδες τρόφιμα, ξύλα, τσιμέντα, ασβέστη, εφόδια για τέσσερις και πέντε χιλιάδες ψυχές και τα ανεβάζανε από ένα μαρτυρικό ανήφορο στην αποθήκη. Η δουλιά αυτή γινότανε καθημερινά με τρεις διμοιρίες και κρατούσε συχνά τέσσερις ώρες. Μα η πιο εξαντλητική κι άσκοπη αγγαρεία, που θύμιζε το κάτεργο του Μακρονησιού, ήτανε να κουβαλάνε από το γιαλό βότσαλα, άμμο και νερό της θάλασσας, για να φτιάξουμε ένα πελώριο στέμμα σε μια πλαγιά του νησιού, για να φαίνεται από τη θάλασσα, απ' όπου περνούσαν τα πλοία...».

Ζωή κάτεργου. Το μαρτύριο γινόταν ακόμα πιο έντονο αν είχαν μικρά παιδιά. Η ελονοσία και η φυματίωση θέριζαν, νοσηλεία και φάρμακα ήταν ανύπαρκτα.

Επιδημίες χωρίς φάρμακα

Για τις φυματικές, θυμάται η Βικτωρία Θεοδώρου, δεν υπήρχε καμιά ξεχωριστή έγνοια. Κοιμούνταν μέσα στ' αντίσκηνα μαζί με τις άλλες πλάι πλάι με τα μωρά, εκεί αιμοφτύνανε, εκεί βήχανε κι αγκομαχούσανε. Η Βαγγελίτσα Εργάτη, μια μικρή χωριατοπούλα 18 χρόνων, πέθανε από φυματίωση, λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο στρατόπεδο. Την έθαψαν εκεί σαν ζώο, αλλά εγώ δεν πρέπει να την ξεχάσω...

Μα δεν έλειψε και ο τύφος. Ο τύφος που ερχόταν από τα θολά νερά των πηγαδιών κι από τα κακοπλυμένα λαχανικά. Τα προσωπάκια των παιδιών ήτανε πληγιασμένα από σπυριά που τα βασάνιζαν και τα κάνανε γκρινιάρικα κι ενοχλητικά. Η σταφυλοκοκκίαση κι η ψώρα ήτανε πολύ διαδεδομένες στις εξόριστες και πιο βασανιστικές από τους ίδιους τους βασανιστές τους.

Σ' αυτές τις φοβερές επιδημίες, η Διοίκηση δεν έδινε ρύζι, ζάχαρη, λεμόνια, ούτε φάρμακα. Το συσσίτιο με τα όσπρια το πετούσαν στη θάλασσα να παχαίνουνε τα ψάρια, γιατί οι πιο πολλές δεν μπορούσαν να το φάνε κι άλλες πάλι που το τρώγανε, γίνονταν χειρότερα.

«Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ποτέ δεν ενίσχυσε αυτά τα παιδιά (σ.σ. 150-200) ούτε τα αναγνώριζε σαν κρατούμενους. Τα κρατούσε εκεί σ' αντίποινα για το "παιδομάζωμα" των ανταρτών. Επειδή το σαπούνι και το νερό ήταν τόσο σπάνια κι ακριβά, μένανε λερωμένα, κουρελιασμένα, χλωμά και γεμάτα σπυριά, σκιές, όμοιες με φαντάσματα παιδιών.

Τα βρέφη υποφέρανε περισσότερο, γιατί γάλα δεν υπήρχε κι αν ακόμα οι μητέρες τους είχανε για να τα θηλάσουν ε, οι καθημερινές αγγαρείες δεν τις άφηναν.

Το χειμώνα του 1948 πέθανε ένα νεογέννητο αμέσως μετά τη γέννησή του. Το Σεπτέμβρη του 1949 μια Σλαβομακεδόνισσα γέννησε δίδυμα. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της εγκυμοσύνης της, έτρεχε στις αγγαρείες και κουβαλούσε βαριούς κουβάδες νερό έως το Μοναστήρι, κρύβοντας με μια παράξενη περηφάνια την ανημπόρια της.

Γέννησε πάνω στο χωματένιο πάτωμα ενός υπόγειου του Μοναστηριού, χωρίς κανένας σχεδόν να το ξέρει. Το ένα μωρό πέθανε σε δύο μέρες και τ' άλλο το βαφτίσανε Ελευθερία, μερικές κοπέλες από το κάτω στρατόπεδο. Πέθανε κι αυτό μια βδομάδα αργότερα...

Το Τρίκερι, λοιπόν, έχει το δικό του μερτικό στην ιστορία του λαϊκού αγώνα. Που δε χωρά στις λίγες λέξεις ενός ρεπορτάζ σαν το σημερινό. Χρειάζονται τόμοι ολόκληροι για να γραφτεί. Αλλά μένει ζωντανό στη λαϊκή μνήμη ως τόπος που η γυναίκα αγωνίστρια εξόριστη έδωσε τη δική της μάχη για μια Ελλάδα του λαού της.


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ