Δεν ξέρω εάν ο «Θεός» είναι «Μάγειρας», ούτε με νοιάζει! Ο κόσμος, σίγουρα, έχει μεγαλύτερα προβλήματα, από τις (όποιες) «γεύσεις». (Η τέχνη δεν έχει λόγους ύπαρξης, όταν δεν ασχολείται με τα σημαντικά. Ή, όταν δεν κάνει τα ασήμαντα σημαντικά). Εκείνο, πάντως, που πρέπει να σημειώσουμε, είναι το γεγονός πως ο 38χρονος Ελληνας σκηνοθέτης, έχει παρατηρητικότητα και αξιοπρόσεκτες σκηνοθετικές ικανότητες. Με ένα θέμα αδιάφορο, έως και τελείως ανύπαρκτο (με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το διαχειρίστηκαν οι συγγραφείς του), κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή μας. Να μας αναγκάσει να δούμε την ταινία του με σεβασμό.
Ενας αδιάφορος νεαρός, που άλλαζε δουλιές, αλλά και γυναίκες, με μεγάλη ευκολία, μόλις ανακαλύπτει το ταλέντο του στη μαγειρική, βρίσκει, δηλαδή, την «ουσία» της ζωής του, γίνεται άλλος άνθρωπος. Αφοσιώνεται. Αφοσιώνεται τόσο στη δουλιά (του) όσο και σε μια γυναίκα. Και αρχίζει να αναζητάει με πάθος και επιμονή την «τελειότητα». Προσπαθεί να φτιάξει το «τέλειο» φαγητό και παράλληλα την «τέλεια» προσωπική ζωή. Στο τέλος του ταξιδιού του, παρότι θα ανακαλύψει πως δεν υπάρχει η Ιθάκη, θα έχει γίνει σοφότερος! Και όλα αυτά μέσα από «κωμικές» καταστάσεις.
Η παραπάνω «υπόθεση του έργου», δυστυχώς, δεν αναπτύχθηκε σε μεγαλύτερο βάθος. Το σενάριο δεν άνοιξε κάποιο μεγαλύτερο παράθυρο, για να μπει μέσα κάποιος υπαινιγμός, κάποιο υπονοούμενο, κάτι, τέλος πάντων, που θα μας επέτρεπε να κάνουμε αλληγορικούς, έστω, συνειρμούς. Συνειρμούς μεγαλύτερους από αυτά, τα ασήμαντα και, τελικά, αδιάφορα, που συμβαίνουν στην οθόνη. Η επιμονή, παράλληλα, των διαλόγων, γύρω από τις συνταγές των φαγητών, χωρίς και αυτοί να έχουν διάθεση να πούνε άλλα πράγματα από αυτά που ακούγονται, έκανε την ταινία μονοδιάστατη. Με αποτέλεσμα να εξαντληθεί γρήγορα. Και, τελικά, να εγκλωβίσει και το θεατή στη «μικρή» δική της λογική και να μην του επιτρέψει να πετάξει, να φανταστεί!.. Ετσι, η κωμωδία έμεινε απλώς κωμωδία. Δεν έγινε εργαλείο ανατροπής, δεν έφερε αναστάτωση, δεν προκάλεσε καταλυτικό γέλιο, δεν προβλημάτισε. Ηταν και παρέμεινε μια «καθωσπρέπει» ταινία!
Και, ωστόσο, ο σκηνοθέτης αφηγήθηκε (κινηματογράφησε) σωστά την άτονη, κατά τη γνώμη μας, ιστορία. Και έδειξε πως δε στερείται ικανότητας να μιλήσει με τη γλώσσα του κινηματογράφου. Οι σκηνές του και τα πλάνα του, παρότι το μεγαλύτερο μέρος τους κινήθηκαν μέσα σε ελάχιστους και «στενούς» - και «άχρωμους» - χώρους, αναπτύχθηκαν με φαντασία και ικανοποιητική ποικιλία. Η γραφή της έχει συνέπεια και, για να χρησιμοποιήσουμε και έκφραση της «μόδας», σεμνότητα. Δε φωνάζει, δεν αυθαδιάζει, δεν επιδεικνύεται. Και η σκηνοθεσία, κατά τη γνώμη μου, εγκλωβίστηκε από την έλλειψη φαντασίας του σεναρίου. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε τις δυνατότητες, αλλά δεν τόλμησε!
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους ηθοποιούς (και στον σκηνοθέτη, που τους «δίδαξε», βέβαια). Τόσο ο νεαρός πρωταγωνιστής της, όσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν όλοι «εκεί». Συγχρονισμένοι. Ο θεατής, που θα πλησιάσει την ταινία, σε καμία περίπτωση δε θα νιώσει εξαπατημένος. Γιατί είναι μια σοβαρή δουλιά.
Παίζουν: Γιώργος Καραμίχος, Γιώργος Νάκος, Θεοδώρα Τζίμου, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Αλεξία Καλτσίκη, Ηλίας Πετρόπουλος, Αρτό Απαρτιάν, Ρένος Μάντης.