Κυριακή 21 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι «χρυσοί» δείκτες της βιομηχανίας

Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας,  με τον τίτλο «Η Ελλάδα στην ΟΝΕ», είναι αποκαλυπτικά για τους μεγάλους κερδισμένους των γαλαζοπράσινων αντιλαϊκών πολιτικών λιτότητας στην περίοδο 1984 - 1999

Τα κέρδη στη βιομηχανία, σε σταθερές τιμές του 1990, από αρνητικά (-100 δισ. δρχ το 1984) και μια μεικτή ανάκαμψη της περιόδου 1987 - 1991, από το 1992 άρχισαν σταδιακά και με σταθερό ρυθμό να εκτινάσσονται στα 240 δισ. δραχμές - σε σταθερές πάντα τιμές του 1990 - στα 240 δισ. δραχμές το 1999.

Η απόδοση των ίδιων κεφαλαίων (σε αποπληθωρισμένες τιμές) των επιχειρήσεων από αρνητική (σχεδόν - 15%) τη διετία 1984 - 1985, μετά το 1992 και μέχρι το 1999 εκτινάχτηκε σε ποσοστά σταθερά υψηλότερα του 10% και έφτασε μέχρι και 14% από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Οι κερδοφόρες βιομηχανικές επιχειρήσεις από 1.800 που ήταν το έτος 1984 υπερδιπλασιάστηκαν το 1998 και έφτασαν τις 4.000. Η δε μάζα των κερδών τους - σε σταθερές τιμές - από μόλις 50 δισ. δραχμές το 1994, εκτινάχτηκε στα 600 δισ. δραχμές το 1998.

Αυτά είναι μερικά από τα μεγάλα «επιτεύγματα» των γαλαζοπράσινων αντιλαϊκών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόστηκαν από τους κυβερνώντες με στόχο άλλοτε την ενιαία εσωτερική αγορά, άλλοτε τη σύγκλιση και τη συνοχή και άλλοτε την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Τα στοιχεία αυτά, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται στους πίνακες που εξέδωσε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδας με τον γενικό τίτλο, «Η Ελλάδα στην ΟΝΕ: Γραφική παράσταση της πορείας προς τη σύγκλιση». Στο τεύχος αυτό δεν υπάρχει ανάλυση των γραφικών παραστάσεων, παρά μόνο οι ίδιες οι γραφικές παραστάσεις για την πορεία διαφόρων βασικών οικονομικών μεγεθών. Εδώ περιττεύουν οι εμβριθείς θεωρητικές αναλύσεις, καθώς οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους και ισχύει η κινεζική παροιμία πως μία φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις.

Μόνο που στην περίπτωσή μας, αντί της φωτογραφίας έχουμε τις γραφικές παραστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, οι οποίες «μιλάνε» από μόνες τους. Και αυτό που λένε είναι ότι όποιο δείκτη και αν πάρουμε για την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας τη δεκαπενταετία 1984 - 1999, αυτό που προκύπτει είναι πως οι βιομήχανοι, είτε πρόκειται για Ελληνες, είτε για τα ξένα κεφάλαια, που έχουν τοποθετηθεί στις ελληνικές επιχειρήσεις, τα χρόνια αυτά, ειδικά τη δεκαετία του 1990 - περίοδος εφαρμογής των προγραμμάτων «σύγκλισης» έχουν αποκτήσει το κοκαλάκι της νυκτερίδας. Εχουν βρει τη χρυσοφόρο όρνιθα που γεννάει τα χρυσά αυτά και «χρυσώνει» τους οικονομικούς δείκτες, που καταγράφουν την εξέλιξή της από χρόνο σε χρόνο.

Η παρουσίαση των «χρυσών» γραφημάτων

Α. Τα βιομηχανικά κέρδη της περιόδου 1984 - 1999 (σε σταθερές τιμές 1990):Στην εξεταζόμενη περίοδο μόνο στην τριετία 1984 - 1986, τα σωρευτικά βιομηχανικά κέρδη (περιλαμβάνονται οι κερδοφόρες και ζημιογόνες επιχειρήσεις μαζί) παρουσιάζουν αρνητικό πρόσημο. Οι ζημίες δηλαδή ήταν μεγαλύτερες από τα κέρδη. Για το 1994 το ζημιογόνο αποτέλεσμα παρουσιάζεται 100 δισ. δραχμές, το 1985 περίπου 70 δισ. δραχμές και το 1986 ελάχιστα αρνητικό. Από εκεί και μετά αρχίζει πεδίο δόξης λαμπρό. Για τους βιομήχανους, βέβαια. Από το 1987 μέχρι το 1991, τα αποτελέσματα είναι θετικά αν και όχι εντυπωσιακά, ενώ η τρελή ανάκαμψη των κερδών αρχίζει από το 1992, όταν τα κέρδη ξεπέρασαν τα 100 δισ. δραχμές, την τριετία 1995 - 1997 άγγιξαν τα 200 δισ. δραχμές και τη διετία 1998 - 1999 ξεπέρασαν τα 200 δισ. δραχμές οδεύοντας σταθερά προς τα 250 δισ. δραχμές.

Β. Αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων: Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το γράφημα της απόδοσης των βιομηχανικών ιδίων κεφαλαίων. Των κεφαλαίων, δηλαδή, που τοποθετούν στις επιχειρήσεις οι βιομήχανοι από την τσέπη τους και συνήθως είναι τοποθετημένα στο μετοχικό κεφάλαιο και στα αποθεματικά. Την τριετία 1984 - 1986, η απόδοση των κεφαλαίων εμφανίζεται αρνητική με τα δύο πρώτα χρόνια το αρνητικό πρόσημο να κινείται μεταξύ 10% κι 15%. Από το 1987 αρχίζει η περίοδος των θετικών αποδόσεων, χαμηλή (2%) έως σχετικά χαμηλή για την περίοδο 1987 - 1991, ενώ από το 1992 και μετά αρχίζει η απογείωση, καθώς η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων κινείται σταθερά μεταξύ 10% και 14%. Και θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι πρόκειται για σημαντικά υψηλές αποδόσεις, καθώς είναι αποπληθωρισμένες. Οταν, δηλαδή, το επιτόκιο των λογαριασμών ταμιευτηρίου ήταν 18% και ο πληθωρισμός 16% η πραγματική απόδοση για τους καταθέτες ήταν 2%. Οι αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων που έχουν τοποθετηθεί στη βιομηχανία, ύψους 10% και 14% είναι αποπληθωρισμένες. Αν δηλαδή ο πληθωρισμός «έτρεχε» για χρόνια με 10%, τότε η ονομαστική απόδοση θα ήταν 20% και η πραγματική 10%.

Γ. Αριθμός των κερδοφόρων επιχειρήσεων και το επίπεδο κερδών:Πρόκειται για ένα αποκαλυπτικό γράφημα για την εντυπωσιακή πορεία συσσώρευσης του βιομηχανικού κεφαλαίου, μετά την αφαίρεση των επιχειρήσεων εκείνων (ζημιογόνων) που η πορεία συσσώρευσης διακόπηκε. Ετσι προκύπτει ότι οι κερδοφόρες επιχειρήσεις είχαν μια σταθερή πορεία ανέλιξης. Από 1.800 το 1984 έφτασαν τις 2.400 το 1988, για να σταθεροποιηθούν στις 2.800 την τριετία 1989 - 1991. Από εκεί και μετά ακολουθούν μια συνεχή ανοδική πορεία για να εκτιναχτούν στις 4.000 κερδοφόρες επιχειρήσεις το 1995, οπότε και σταθεροποιήθηκαν με μικρές αυξομειώσεις, μέχρι το 1998. Την ίδια ανάλογη πορεία ακολουθούν και τα κέρδη των επιχειρήσεων αυτών, τα οποία από 50 δισ. δραχμές το 1984, φτάνουν τα 210 δισ. δραχμές το 1990, τα 480 δισ. δραχμές το 1995 και τα 600 (και κάτι) δισ. δραχμές το 1998.

Εχουμε, δηλαδή, κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπερδιπλασιασμό των κερδοφόρων επιχειρήσεων (από 1.800 σε 4.000) και 12πλασιασμό των κερδών: από 50 δισ. σε 600 δισ. δραχμές. Τα δε - σταθερά - κέρδη ανά επιχείρηση από 28 εκατ. δρχ το 1984 ανήλθαν σε 150 εκατ. δρχ. το 1998, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 435%.

Δ. Ο ρόλος των πολιτικών σύγκλισης:Αλλά ποιες είναι οι χρυσοφόρες όρνιθες που δίνουν στους βιομήχανους τα χρυσά αβγά, και μάλιστα κάθε χρόνο και περισσότερα; Πολλοί είναι βέβαια οι παράγοντες εκείνοι που συνέβαλαν στην αύξηση των βιομηχανικών κερδών επί σειρά ετών. Ο πιο καθοριστικός όμως παράγοντας είναι οι εφαρμοζόμενες κυβερνητικές πολιτικές, ειδικά αυτές, οι περιβόητες πολιτικές «σύγκλισης» που εφαρμόστηκαν στη δεκαετία του 1990. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τη δεκαετία αυτή είχαμε ένα φορολογικό νόμο (ν.2065/92) από την κυβέρνηση της ΝΔ που μείωνε δραστικά τη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων (Α.Ε), ενώ διατηρήθηκε και ενισχύθηκε ένα δυνατό δίχτυ φορολογικών απαλλαγών. Υπήρξαν επίσης ισχυρά «επενδυτικά» κίνητρα προς τις μεγάλες επιχειρήσεις (νόμοι 1892/90 και 2600/96) που έδιναν άφθονο «ζεστό» χρήμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι την τριετία 1995 - 1997, οι μεγάλες επιχειρήσεις που έκαναν χρήση τους διαφόρους αναπτυξιακούς νόμους, μοιράστηκαν περισσότερα από 500 δισ. δρχ. με τη μορφή επενδυτικών κινήτρων.

Ολες οι πλευρές των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία αυτή κατέτειναν σε δύο πλευρές. Στην αποφασιστική ενίσχυση των κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων με το επιχείρημα, ότι οι τελευταίες θα πρέπει να ενισχυθούν ενόψει του ισχυρού ανταγωνισμού που θα έχουν να αντιμετωπίσουν στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Στη μεταφορά όλων των συνεπειών της «σύγκλισης» στα λαϊκά στρώματα (αύξηση φορολογίας και μείωση των κοινωνικών δαπανών).

Πρόκειται για μια καθαρά ταξική πολιτική υπέρ των μεγάλου και του πολύ μεγάλου κεφαλαίου. Ετσι, επομένως, εξηγείται και η συμπεριφορά εκπροσώπων από ισχυρά οικονομικά τζάκια στις τελευταίες εκλογές που δήλωναν απερίφραστα «δεν ψηφίζω ΠΑΣΟΚ αλλά Κ.Σημίτη». Είναι η αναγνώριση των αποτελεσμάτων της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, η οποία προσωποποιείται στο σημερινό πρωθυπουργό. Οι άνθρωποι δεν είναι αγνώμονες. Το καλό και σωστό το αναγνωρίζουν με δημόσια παρρησία.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ