Associated Press |
Σε κλίμα αβεβαιότητας βρίσκεται ο Λίβανος καθώς συνεχίζεται η αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων |
Τα κόμματα, που σήμερα εμφανίζονται να απαρτίζουν την αντι-συριακή αντιπολίτευση, μίλησαν για ανοιχτή παρέμβαση της Δαμασκού στα εσωτερικά της χώρας, όταν το περασμένο φθινόπωρο ο Σύρος Πρόεδρος Εμίλ Λαχούντ πρότεινε, διά μέσου συνταγματικής τροποποίησης, παράταση της θητείας του. Ο τότε πρωθυπουργός Χαρίρι ψήφισε υπέρ της συνταγματικής τροποποίησης και παραιτήθηκε αρκετές βδομάδες αργότερα, χωρίς, όμως, ποτέ να διαταράξει τις ευαίσθητες, πλην αρκετά καλές, σχέσεις του με μερίδα της συριακής ηγεσίας.
Υπό αυτήν την έννοια γίνεται σαφές ότι η επιλογή του Χαρίρι ως στόχου δολοφονικής επίθεσης αφήνει ορισμένα λογικά κενά όσον αφορά στον «ένοχο». Η Συρία βρισκόταν, ήδη, σε δύσκολη θέση μετά την απόφαση 1559 που υιοθέτησε το Συμβούλιο Ασφαλείας, υπό τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας, με την οποία ζητάται η άμεση αποχώρηση των συριακών δυνάμεων από το Λίβανο.
Αυτό και μόνο την καθιστούσε «εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο» σε οποιαδήποτε περίπτωση κλιμάκωσης της έντασης στη γειτονική χώρα. Αν κάποιος, λοιπόν, ακολουθήσει μια απλή λογική διαδικασία, μάλλον θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Δαμασκός δεν είχε κανένα συμφέρον από τη δολοφονία Χαρίρι. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να επιδιώκει την πρόκληση αποσταθεροποίησης στην, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά εύθραυστη και προβληματική πολιτική σκηνή του Λιβάνου;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε απαραίτητα μονοσήμαντη. Μπορεί, όμως, κανείς να καταλήξει σε ορισμένα πρώτα συμπεράσματα, ρίχνοντας μια προσεκτικότερη ματιά τόσο στην πρόσφατη ιστορία της χώρας όσο και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Ο Λίβανος δεν έχει, μέχρι σήμερα, καταφέρει να σταθεί στα πόδια του μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Η προσωπικότητα του Ραφίκ Χαρίρι, καλώς ή κακώς, σφράγισε τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο βαθύπλουτος μεγιστάνας αξιοποίησε τις προσωπικές του γνωριμίες για να διασφαλίσει επενδύσεις και σημαντική οικονομική βοήθεια, η οποία εξαργυρώθηκε μέσα από άναρχη και ανεξέλεγκτη ιδιωτικοποίηση των περισσότερων κρατικών υπηρεσιών και των φυσικών πόρων της χώρας. Πολλοί Λιβανέζοι, ακόμη και σήμερα, βλέπουν στο πρόσωπό του την προσπάθεια του Λιβάνου να αφήσει πίσω του τον εφιάλτη του εμφυλίου. Ολοι, όμως, παραδέχονται ότι η διακυβέρνησή του στιγματίστηκε από σωρεία σκανδάλων και διαφθορά.
Οσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα της παρουσίας των συριακών στρατευμάτων στο Λίβανο, η οποία, εδώ και μερικούς μήνες παρουσιάζεται ως κατοχή από πολλά δυτικά ΜΜΕ, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Ο συριακός στρατός εισήλθε στο Λίβανο την περίοδο του εμφυλίου με τη σύμφωνη, τότε, γνώμη των «μεγάλων δυνάμεων» και με στόχο την αντιμετώπιση του χάους που επικρατούσε. Με τη συμφωνία του Ταέφ (που υπογράφτηκε στη Σαουδική Αραβία το 1989, επίσης με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ), η συριακή στρατιωτική παρουσία στο Λίβανο επισημοποιούνταν ως εγγυήτρια της σταθερότητας και της ηρεμίας. Ομως η Ουάσιγκτον και κατά πόδας η Γαλλία και ο ΟΗΕ - παρόλο που όλα αυτά τα χρόνια δεν έλεγαν τίποτε - «θυμήθηκαν» πριν από λίγους μήνες ότι διαφωνούν με τη συριακή στρατιωτική παρουσία στο Λίβανο.
Ουδείς αμφισβητεί, ακόμη και εκείνες οι λιβανικές πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται φιλικά προς τη Δαμασκό, ότι όλα αυτά τα χρόνια η συριακή πολιτική στο Λίβανο δεν ήταν πάντοτε η καλύτερη δυνατή. Η διασύνδεση λιβανικών και συριακών μυστικών υπηρεσιών υπήρξε εξαιρετικά στενή, ενώ οι συριακές παρεμβάσεις στη λιβανική πολιτική σκηνή ήταν αλλεπάλληλες και απροκάλυπτες. Αυτό, φυσικά, δεν επηρεάζει σε τίποτε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η συριακή παρουσία στο Λίβανο ήταν αποτέλεσμα διμερών συμφωνιών και όχι στρατιωτικής εισβολής.
Το ΚΚ Λιβάνου, ήδη από το 1990, επέμενε στην άποψη ότι η συμφωνία του Τάεφ θα πρέπει να εφαρμοστεί χωρίς καθυστερήσεις. Η συμφωνία προβλέπει συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών για σταδιακή (και σε μικρό χρονικό διάστημα) απόσυρση των συριακών στρατευμάτων στην κοιλάδα Μπεκάα και περαιτέρω συνεννόηση για ολοκληρωτική απόσυρση. Σύμφωνα με το ΚΚ, αν είχε εξαρχής εφαρμοστεί η συμφωνία του Τάεφ (κάτι που, όπως υποστηρίζει, δεν έγινε με ευθύνη τόσο της λιβανικής όσο και της συριακής ηγεσίας), η κατάσταση σήμερα δε θα άφηνε περιθώρια εκμετάλλευσης από τις ΗΠΑ, που επιδιώκουν φυσικά να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα και να «οικειοποιηθούν» μια λαϊκή δυσαρέσκεια που δεν πρόσκειται, στο σύνολό της, φιλικά προς την Ουάσιγκτον.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι, επίσης, ότι οι παράγοντες εκείνοι που καλλιέργησαν πρόσφορο έδαφος, το 1975, για την πρόκληση του εμφυλίου (οι σεκταριστικές ομαδοποιήσεις της λιβανικής κοινωνίας στη βάση της θρησκείας) δεν έχουν εκλείψει. Ακόμη και σήμερα, τα πολιτικά κόμματα στο Λίβανο οριοθετούνται με βάση τη θρησκεία ή το δόγμα που ασπάζεται η πλειοψηφία των μελών τους. Από τις εκλογικές αναμετρήσεις αποκλείονται τα κόμματα εκείνα που διαθέτουν σαφές πολιτικό προσανατολισμό, αποδεχόμενα στους κόλπους τους μέλη όλων των θρησκειών (π.χ. το ΚΚ Λιβάνου). Οι Λιβανέζοι κομμουνιστές εκτιμούν ότι η προβληματική αυτή κατάσταση διαιωνίζεται από την αστική τάξη της χώρας, καθώς αποδεικνύεται εξαιρετικά πρόσφορη στην προσπάθειά της να έχει, μονίμως, τον απόλυτο έλεγχο υποστηριζόμενη σε κάποια «εξωτερική δύναμη».
Οπως και τότε, έτσι και σήμερα ο Λίβανος μοιάζει να προσφέρεται ως γόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης εξωτερικών δυνάμεων. Και αυτή είναι μια προοπτική που οι περισσότεροι Λιβανέζοι πολιτικοί, όπου και αν συντάσσονται, φαίνονται να γνωρίζουν πολύ καλά και να απεύχονται. Ισως αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο παρουσιαζόμενος ολοένα και περισσότερο από τα δυτικά ΜΜΕ ως ισχυρός άνδρας της αντιπολίτευσης Δρούζος ηγέτης Ουαλίντ Τζουμπλάντ «πατάει» διαρκώς σε «δύο βάρκες».
Από τη μία αρνείται τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον φιλο-σύρο Πρόεδρο Εμίλ Λαχούντ και τον στενό συνεργάτη του Ομάρ Καράμι ως πρωθυπουργό, από την άλλη, όμως, δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο σχηματισμού μιας τέτοιας φιλο-συριακής υπηρεσιακής κυβέρνησης μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών. Από τη μία τάσσεται υπέρ της πλήρους αποχώρησης των συριακών δυνάμεων (και των μυστικών υπηρεσιών) από τη χώρα, από την άλλη παραδέχεται ότι μια βιαστική και όχι σταδιακή αποχώρηση θα μπορούσε να εντείνει την αποσταθεροποίηση.
Ενώ οι λιβανικές πολιτικές δυνάμεις ακροβατούν ανάμεσα στη διατήρηση μιας στοιχειώδους ισορροπίας και στην ταυτόχρονη κλιμάκωση της μεταξύ τους σύγκρουσης, οι εξωτερικές δυνάμεις δε δείχνουν διατεθειμένες να κατεβάσουν τους τόνους. Η Δαμασκός έχει, ήδη, αρχίσει τη διαδικασία σταδιακής απόσυρσης των στρατευμάτων και των υπηρεσιών της, προσπαθώντας να τηρήσει ορισμένα προσχήματα και να περισώσει όσο γίνεται το κύρος της, αλλά και το μοναδικό διπλωματικό χαρτί που διαθέτει (και δεν είναι άλλο από την επιρροή της στο Λίβανο).
Η Ουάσιγκτον, όμως, δε μοιάζει διατεθειμένη να υπαναχωρήσει από τις απροκάλυπτες, πλέον, παρεμβάσεις της στα εσωτερικά Λιβάνου και Συρίας και από τις κλιμακούμενες απειλές της προς τη Δαμασκό. Οπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, για το Λευκό Οίκο η διαμορφωθείσα κατάσταση στο Λίβανο αποτελεί ένα πολύ καλό «μοχλό» άσκησης πιέσεων έτσι ώστε να προωθήσει τα σχέδιά του για αλλαγή καθεστώτων και κυβερνήσεων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Κόλπου, με γνώμονα, φυσικά, τις καλές (και υποτακτικές, θα λέγαμε εμείς) προθέσεις τους προς τις ΗΠΑ.
Εχοντας «ανοιχτό» ένα μέτωπο που αιμορραγεί ολοένα και περισσότερο (το Ιράκ), οι ΗΠΑ εκτιμάται ότι είναι αρκετά δύσκολο να προχωρήσουν σε νέες μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις προκειμένου να επιβάλουν αυτό που αποκαλούν ευσχήμως «εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής» και όλοι γνωρίζουν ότι πρόκειται για τον απόλυτο έλεγχο των πηγών και των δρόμων της ενέργειας. Μπορούν, όμως, να προκαλούν και, στη συνέχεια, να αξιοποιούν καταστάσεις που θα τους επιτρέψουν να ασκήσουν πιέσεις, με στόχο να πετύχουν τις πολιτικές αλλαγές που επιδιώκουν, χωρίς να «ανοίξουν μύτη».
Και αν επιβάλουν τη θέλησή τους σε Λίβανο - Συρία, σίγουρα «περικυκλώνουν» διπλωματικά και έχουν το περιθώριο να ασκήσουν ακόμη περισσότερες πιέσεις στο Ιράν, που και έχει συμμαχικές σχέσεις με τη Συρία και διαδραματίζει ρόλο στο Λίβανο, διά μέσου της «Χεζμπολάχ». Ισως, λοιπόν, η βόμβα μεγάλης ισχύος που συγκλόνισε τη Βηρυτό, στις 14 Φλεβάρη, θυμίζοντας ημέρες του εμφυλίου, να είχε πολλούς περισσότερους «αποδέκτες», εκτός από τον εμφανή στόχο, δηλαδή τον Χαρίρι και τη συνοδεία του.