Θυμιατό (Συλλογή ΚΜΝΚ) |
Είναι γεγονός ότι το κεραμικό, στα έθιμα του λαού μας, έπαιζε ένα, θα μπορούσαμε να πούμε, πρωταγωνιστικό ρόλο είτε αυτό ήταν ένα αγγείο ειδικό, που κατασκευαζότανε, μετά από παραγγελία του ενδιαφερόμενου στον τσουκαλά, ή ήταν ένα καθημερινό χρηστικό αντικείμενο, που τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιζε το ρόλο που απαιτούσε το έθιμο. Φυσικά, αυτές τις εορταστικές ημέρες, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, το καλό χρηστικό κεραμικό είχε την τιμητική του - και όταν λέμε το καλό κεραμικό εννοούμε το εφυαλωμένο, το αλοιφωτό, όπως οι τσουκαλάδες μας το έλεγαν, αλλά και όλος ο λαός μας. Το τραπέζι ήταν εορταστικό, όπως και σήμερα συνηθίζεται.
Τις καθημερινές ημέρες όμως, μια μεγάλη τσανάκα, στη μέση του σοφρά, ήταν αρκετή για να φάει η οικογένεια. Κουτάλια να υπήρχαν και όλη η οικογένεια κουτάλιζε μέσα από την τσανάκα. Ομως, τις γιορτινές ημέρες, ό,τι καλό είχαν, όπως και σήμερα, έβγαινε στο τραπέζι. Οι κανάτες του κρασιού είχαν την τιμητική τους. Οι κούπες του κρασιού έδιναν και έπαιρναν. Οι λεκάνες για το ζύμωμα της πίτας, οι γάστρες για το ψήσιμο του ψωμιού και της πίτας, αλλά και ένα σωρό άλλα κεραμικά σκεύη του μαγειρέματος, ήταν απαραίτητα όλες αυτές τις γιορτινές ημέρες.
Βέβαια, όλη αυτή η εορταστική ατμόσφαιρα θα μπορούσε να μας πει κανείς ότι δεν είναι έθιμο. Εμείς θα απαντούσαμε πως το θεωρούμε κατ' επέκταση έθιμο. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτόν τον ξεσηκωμό, αυτές τις συγκεκριμένες ημέρες;
Σε αντίθεση με τα διαβατήρια έθιμα, όπως η βάφτιση, ο γάμος, ο θάνατος, των οποίων η τέλεσή τους ήταν αδύνατη χωρίς το συγκεκριμένο, για την περίπτωση, κεραμικό - που τις περισσότερες φορές γινόταν κατόπιν παραγγελίας - για τα έθιμα της εορταστικής περιόδου από τα Χριστούγεννα έως και τα Θεοφάνια, χρειαζόντουσαν κυρίως δύο κεραμικά αντικείμενα και τα οποία είχε κάθε σπίτι. Αυτά ήταν η στάμνα και το θυμιατό, που από περιοχή σε περιοχή άλλαζε κάπως το σχήμα και η διακόσμησή τους. Μόνο σε μία περίπτωση εθίμου, αντί του θυμιατού, χρησιμοποιούσαν ένα κεραμίδι.
Ξεκινώντας από τη Βόρεια Ελλάδα, σε πολλά χωριά των Σερρών, όπως στη Νέα Ζίχνη, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το ήδη στρωμένο τραπέζι και στεκόταν όρθια. O πατέρας της οικογένειας έπαιρνε το πήλινο θυμιατό, θυμιάτιζε πρώτα το Χριστόψωμο και μετά όλα τα μέλη της οικογένειας, αρχίζοντας πάντα από τη μάνα του σπιτιού ή από τον παππού. Μετά κάθονταν όλοι και έτρωγαν, ανταλλάσσοντας ευχές.
Οταν είχαν τελειώσει το φαγητό, ο πατέρας έπαιρνε το πήλινο θυμιατό, κατέβαινε στο κατώι του σπιτιού και θυμιάτιζε τα γεννήματα που ήταν στ' αμπάρια ή στα πιθάρια, όπως το λάδι ή το κρασί, για να μην μπορούν οι καλικάντζαροι να πλησιάσουν και να τα μαγαρίσουν. Μετά πήγαινε στο σταύλο και θυμιάτιζε τα ζώα. Τέλος, ανεβαίνοντας επάνω και πριν τοποθετήσει το θυμιατό στο εικονοστάσι, έριχνε λίγο θυμίαμα στο αναμμένο τζάκι για να μην κατέβουν από εκεί οι καλικάντζαροι.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, στη Γρατινή της Κομοτηνής, πριν αρχίσουν να τρώνε το Χριστόψωμο - το οποίο αποκαλούσαν «παρά» γιατί μέσα έβαζαν ένα νόμισμα - μέσα στο κοίλωμα ενός κεραμιδιού έβαζαν λίγα κάρβουνα αναμμένα, συνήθως παρμένα από το τζάκι, και λίγο θυμίαμα. Ολοι σηκώνονταν όρθιοι και ο αρχηγός της οικογένειας άρχιζε να θυμιατίζει, κρατώντας την κεραμίδα, λέγοντας τρεις φορές «Καλώς ήρθες Ιησού Χριστέ, γεροσύνη, καλοσύνη και πολύ μερεκέτ'». O πατέρας θύμιαζε τον παρά, και μετά το στρωμένο τραπέζι.
Στάμνα από τη Σκύρο (Συλλογή ΚΜΝΚ) |
Το ίδιο περίπου έθιμο το συναντάμε και στη Λέσβο. Στα Μήθυμνα και σε άλλες περιοχές της Λέσβου, το «ποδαρικό» το έκανε ένας από το κάθε σπίτι, αφού πρώτα είχε γεμίσει το κουμάρι (τη στάμνα, δηλαδή) με το αμίλητο νερό. Μαζί είχε και ένα ρόδι που το έπλενε με το νερό της βρύσης. Γυρίζοντας στο σπίτι μαζί με το κουμάρι με το αμίλητο νερό, έφερνε και μία πέτρα που την άφηνε έξω από την πόρτα του σπιτιού, λέγοντας: «Οσο βαρεί η πέτρα, τόσο βαρεί κι η κισές (το πουγκί) τ' νοικοκύρ'». Μετά έχυνε λίγο νερό στο κατώφλι της πόρτας, λέγοντας: «Οπως τρέχ(ι) του νιρό έτσ(ι) να τρέχ(ι) και του καλό!». Το βράδυ άφηναν έξω από την πόρτα το κουμάρι με το νερό, ένα κομμάτι βασιλόπιτας, καθώς και ένα κομμάτι «μπλατζέτας» για να φάει ο Αϊ - Βασίλης. Στο Μόλυβο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, παιδιά, αλλά και μεγάλοι, κρατώντας κουμάρια, πήγαιναν στην Παναγιά τη Φανερωμένη και τα γέμιζαν από τη βρύση με νερό. Κατόπιν πήγαιναν σε συγγενικά, αλλά και φιλικά σπίτια για να κάνουν ποδαρικό.
Στάμνα από τη Λήμνο (Συλλογή ΚΜΝΚ) |
Στη Νάξο για να αποφύγουν το κακό ποδαρικό, επιστρατεύουν ένα μικρό καλό παιδί, του δίνουν ψωμί και μια νοκά - κουμάρι - με το οποίο χύνει νερό μέσα και έξω από το σπίτι λέγοντας «μέσα καλό κι όξω κακό».
Στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου, τη βασιλόπιτα την έκοβαν το μεσημέρι. Μετά το τέλος του φαγητού, του γλυκού και του τραγουδιού που πάντα ακολουθούσε, η νοικοκυρά του σπιτιού μάζευε «τα τυχερά σημάδια» και τα έριχνε στο νερό της βρύσης, λέγοντας «όπως τρέχ(ι) του νιρό, να τρέχ(ι) κι του τυχερό!». Αλλες κυράδες τα έριχναν μέσα σ' ένα σπασμένο, πήλινο δοχείο και έλεγαν: «Ολα τα κακά πόχ(ι) το σπίτ(ι), να τα πιουν οι κότες!». Στα χωριά της Εδεσσας, τον παρά της βασιλόπιτας τον έδεναν με κόκκινη κλωστή στο χέρι της στάμνας που έφερναν το αμίλητο νερό από τη βρύση και τον άφηναν εκεί δεμένο έως την ημέρα των Φώτων, που θα περνούσε ο παπάς από το σπίτι για τον αγιασμό. Τότε τον έλυναν και τον έδιναν στον παπά.
Στάμνα από την Εδεσσα (Συλλογή ΚΜΝΚ) |
Το ίδιο έθιμο, με κάποιες μικροπαραλλαγές, συναντάμε και στη Νέα Ζίχνη Σερρών. O πατέρας της οικογένειας, κρατώντας το πήλινο θυμιατό, θυμιάτιζε τρεις φορές τη βασιλόπιτα σταυρωτά. Υστερα θυμιάτιζε όλα τα μέλη της οικογένειας. Μετά έδινε το θυμιατό στο μεγαλύτερο παιδί του που θυμιάτιζε όλα τα ζώα τους, κρατώντας στα χέρια του και ένα τσουρέκι για να τα γλυκάνει.
Στο Χρισσό της Παρνασίδας, αλλά και στα γύρω χωριά, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο πιο τυχερός του σπιτιού, ο καλοΐσκιωτος, έπαιρνε ένα ρόδι και γλυκά και τα έβαζε στο μπαλκόνι «να ξαστερίσουν», δηλαδή να τα δουν τ' αστέρια και το φεγγάρι. Μετά τα πήγαινε στη βρύση. Εκεί τα περνούσε τρεις φορές κάτω από το σωλήνα της βρύσης χωρίς να τα βρέξει. Τέλος, έπλενε το ρόδι και γέμιζε το σταμνί με το «αμίλητο» νερό, γύριζε στο σπίτι και έμπαινε με το δεξί μέσα στο δωμάτιο. Μετά κυλούσε το ρόδι από τρεις φορές στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, σταυρωτά, και έλεγε: «Οπως τρέχνε τα νερά στις βρύσες, να τρέχνε και τα καλά στο σπίτι μας». Εσπαζε και το ρόδι χτυπώντας το στο πάτωμα και έλεγε: «Οσα σπειριά έχ(ι) του ρόδι, τόσα καλά να 'χουμε!». Ολοι τότε έπιναν από το «αμίλητο» νερό, λέγοντας «να 'ναι γεροί όλο το χρόνο», μετά πλένονταν λίγο με το νερό της στάμνας και έλεγαν «καλημέρα» ο ένας στον άλλον και εύχονταν «Καλή Χρονιά και Χρόνια Πολλά».
Κουμάρι από τη Μυτιλήνη (Συλλογή ΚΜΝΚ) |
Στην Αγία Αννα της Εύβοιας, την Πρωτοχρονιά δεν έλεγαν καλημέρα πριν γίνει το καλημέρισμα. Ενας δηλαδή από το σπίτι πήγαινε πρωί - πρωί στη βρύση για να την καλημερίσει, να πλυθεί και να φέρει αμίλητο νερό με τη στάμνα στο σπίτι. Εκοβε ένα κλαρί ελιάς και με αυτό τους κτύπαγε όλους, λέγοντας συγχρόνως και «Χρόνια Πολλά».
Τέλος, στη Δημητσάνα, την ημέρα των Θεοφανίων, μετά τη Θεία Λειτουργία, τα παιδιά κρατώντας κανατάκια με αγιασμό και ένα κλωνάρι βασιλικού ή ρίγανης ράντιζαν τα σπίτια, τα ζώα και τα κτήματα. Αν εκείνη την ημέρα έβρεχε, δε ράντιζαν τα κτήματα, γιατί τ' αγίαζε ο Θεός με το νερό της βροχής. Το βράδυ έχυναν όλα τα νερά και την άλλη μέρα έφερναν φρέσκο νερό.