Μέρος 2ο
Από μια πρώτη ανάγνωση του φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα σχολεία είναι «αποκεντρωμένα» με τη σχεδόν απόλυτη υπαγωγή τους στις τοπικές αυτοδιοικητικές αρχές, η οποία οδηγεί στις ακόλουθες συνέπειες:
α. Τη διάσπαση του όποιου ενιαίου, ισότιμου δηλαδή χαρακτήρα μπορεί να διαθέτει η αστική εκπαίδευση, αφού εκτός από έναν βασικό κορμό μαθημάτων σε εθνικό επίπεδο που ολοένα μειώνεται, ισχύουν τα τοπικά προγράμματα διαφοροποίησης που καταρτίζονται από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές σε συνεχώς διευρυνόμενη έκταση και ιδιαίτερα μετά την εννιάχρονη εκπαίδευση.
β. Τη χρηματοδότηση των σχολείων κατά 50% από την αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως και την πλήρη εξάρτηση της χρηματοδότησης των τεχνολογικών ιδρυμάτων (τύπου ΤΕΙ) από ιδιώτες και τοπικούς αυτοδιοικητικούς φορείς. Η πραγματικότητα αυτή αποκαλύπτει ξεκάθαρα την άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για το περιεχόμενό της, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
γ. Την υπαγωγή μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών στην Αυτοδιοίκηση, αφού πολλοί προσλαμβάνονται και αμείβονται απ' αυτή, ειδικά όσοι διδάσκουν τα τοπικά μαθήματα, ενώ η διαρκής αξιολόγηση των σχολείων και των δασκάλων οδηγεί σε χειρότερες συνθήκες μάθησης και επισφαλέστερες εργασιακές προοπτικές.
δ. Την ολοφάνερη ενίσχυση των ταξικών φραγμών και την παρεμπόδιση της ανοδικής μορφωτικής κινητικότητας, αφού το 50% μόνον των Φιλανδών μαθητών συνεχίζει σπουδές στα Λύκεια, ενώ από το υπόλοιπο 50% ένα μέρος στρέφεται στην πρόωρη και άρα υποβαθμισμένη τεχνική - επαγγελματική εκπαίδευση μέσα από τα δευτεροβάθμια επαγγελματικά σχολεία, ή παρακολουθεί μετά την εννιάχρονη ένα δέκατο προπαρασκευαστικό έτος φοίτησης για την έξοδό του στη μαζική και ευέλικτη κατάρτιση, που παρέχεται από διάφορους φορείς. Ακόμη, οι πανφιλανδικές εξετάσεις κατανέμουν με αυστηρή επιλογή τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας στα πολυδιαβαθμισμένα ανώτατα ιδρύματα.
Η λεγόμενη αποκέντρωση της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο σκανδιναβικό φαινόμενο. Είναι γνωστό ότι, με πιο άγρια μορφή, οδήγησε τους εκπαιδευτικούς θεσμούς στη Γαλλία και τη Βρετανία σε πλήρη ιδιωτικοποίηση και εξαθλίωση. Ειδικά στη Γαλλία, οι αντιδράσεις με καταλήψεις και αγώνες ξέσπασαν μετά την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης, χωρίς αποτέλεσμα, γιατί αυτή δεν έγινε αντιληπτή πριν και κατά τη διάρκεια υλοποίησής της. Κοινή γαρ η τύχη ΚΑΙ μέλλον κοινό;
Η διακηρυγμένη επαναφορά των γραπτών ενδιάμεσων εξετάσεων στην υποχρεωτική εκπαίδευση (από την Ε' Δημοτικού μέχρι τη Γ' Γυμνασίου) και η προτεινόμενη εφαρμογή ενδοσχολικών εξετάσεων στην Α' και Β' Λυκείου με θέματα πανελλαδικά ή περιφερειακά, όπως διατυπώνονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία, αποτελούν θέμα του διαλόγου. Σε μιαν εποχή κρίσης της σχολικής ζωής και αντιδραστικών τομών, οι έρευνες δείχνουν ότι ο πολλαπλασιασμός των εξετάσεων οδηγεί σε μεγαλύτερη αποτυχία τους μαθητές από τα φτωχά αγροτικά και εργατικά στρώματα. Αρα, η επαναφορά των ενδιάμεσων εξετάσεων αποτυπώνει βαρύτερες ταξικές ανισότητες, παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις της υπουργού Παιδείας ότι οι εξετάσεις στο Δημοτικό θα αποτελούν ευκαιρίες διαπίστωσης της προόδου και των ικανοτήτων των μαθητών και όχι απορριπτική δοκιμασία. Οι στατιστικές όμως επιμένουν ότι οι πολλαπλές εξετάσεις μειώνουν τη συμμετοχή στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Η επιβολή ενδιάμεσων εξετάσεων και μάλιστα από τράπεζες πανελλαδικών θεμάτων (δύο το χρόνο) σε Δημοτικά και Γυμνάσια, θα επιφέρει την ολοσχερή υποβάθμιση του μορφωτικού - παιδαγωγικού ρόλου τους, όπως έγινε και με το Λύκειο, τα οποία θα μετασχηματίζονται έτσι σε θαλάμους αδιαφορίας και σε φροντιστήρια επανάληψης και ρουτίνας, ενώ ταυτόχρονα θα επεκταθεί η παραπαιδεία (φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα από το Δημοτικό). Από σχετικές έρευνες προκύπτει ότι σήμερα κάθε ελληνικό νοικοκυριό χρειάζεται κατά μέσον όρο έναν ολόκληρο μέσο μισθό για να καλύψει τα φροντιστήρια δύο μαθητών Λυκείου το μήνα. Ερευνες της ICAP και της Eurostat επισημαίνουν ότι η ελληνική οικογένεια δαπανά τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από το κράτος ανά μαθητή. Φανταστείτε λοιπόν τι έχει να γίνει με το λαϊκό βαλάντιο, αν οι ενδιάμεσες εξετάσεις επεκταθούν και ισχύσουν. Εξάλλου, όπως είναι παιδαγωγικά αποδεκτό, οι συχνές εξετάσεις, ο τρόπος διεξαγωγής τους, η εξεταστέα ύλη και η μορφή διατύπωσης των ερωτήσεων οδηγούν στην κατακερματισμένη και αποσπασματική γνώση και θεώρηση, στον παπαγαλισμό, στο σκληρό ανταγωνισμό, στην κατάργηση της κριτικής σκέψης και στον ψυχικό τραυματισμό των παιδιών και εξουδετερώνουν κάθε πρόθεση δημιουργικής γνωστικής αφομοίωσης και διάθεση ενεργητικής στάσης για μόρφωση και ζωή.
Με την τριβή και την εμπειρία στα εξεταστικά πλέγματα οι μαθητές εσωτερικεύουν ανικανότητες που δε διαθέτουν από τη φύση τους, αλλά οφείλονται στην κοινωνική τους προέλευση. Ετσι, η εξεταστική αράχνη εντοπίζει και αποδεκατίζει τα παιδιά, που δήθεν δεν παίρνουν τα γράμματα, πολύ πιο πρώιμα και τελεσίδικα. Το τεχνητό αυτό σύνδρομο απόρριψης μειώνει την αυτοεκτίμηση των παιδιών, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τις φιλοδοξίες των ίδιων και της οικογένειάς τους για τη συνέχιση των σπουδών τους. Την ίδια στιγμή, μέσα από το μάθημα της Αγωγής Σταδιοδρομίας εισάγεται ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός στα Δημοτικά σχολεία, με σκοπό να προσανατολίσει με ύπουλο τρόπο από πολύ νωρίς τους μαθητές σε ταξικές επιλογές. Ας υπενθυμίσουμε ακόμη ότι στο Φιλανδικό μοντέλο, αλλά και αλλού, οι εξετάσεις και οι επιδόσεις των μαθητών σε αυτές είναι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων, που οδηγεί στην πολυτυπία και πολυδιαβάθμιση, στην πλήρη δηλαδή ταξική κατηγοριοποίησή τους.
Η αναγκαιότητα λοιπόν αντεπίθεσης και ακύρωσης των αντιδραστικών μέτρων και τομών στην εκπαίδευση, γίνεται επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Η αντεπίθεση όμως και η ματαίωση της πορείας προς το σχολείο της αγοράς δεν μπορεί να καρποφορήσει με αποσπασματικούς, κλαδικούς και μεμονωμένους αγώνες. Ο εκπαιδευτικός συνδικαλισμός πρέπει να αποκαταστήσει την ταξική του φύση και να υιοθετήσει άμεσα το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο υποχρεωτικό σχολείο βασικής μόρφωσης, αλλά πρωταρχικά το εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό σώμα πρέπει να συνδεθεί οργανικά και να ενταχθεί μετωπικά στο εργατικό κίνημα μέσα από το ΠΑΜΕ, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει αρχικά να παρεμποδίσει και στη συνέχεια να αποτρέψει τη χιονοστιβάδα των μέτρων. Στο βαθμό που το ΠΑΜΕ θα δυναμώνει, θα γίνεται και εφικτή η απόσπαση κατακτήσεων και η ανατροπή των αναδιαρθρώσεων, μαζί και η ριζική αλλαγή στην εκπαίδευση και τις άλλες κοινωνικές δομές. Η αδιαφορία λοιπόν και η αποστασιοποίηση είναι οι χειρότερες ατομικές λύσεις για το σχολείο και την κοινωνία που οραματιζόμαστε.