Κυριακή 14 Νοέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΔΙΕΘΝΗ
33 χρόνια μετά...

Η Ουρουγουάη άλλαξε σελίδα. Χρειάστηκαν 174 χρόνια, ώστε κάποια άλλη δύναμη, εκτός των δύο βασικών κομμάτων της αστικής τάξης και της ολιγαρχίας, να αναδυθεί στην εξουσία.

Και εάν όλα άρχισαν με τον εμφύλιο πόλεμο των πρώτων χρόνων της ανακήρυξής της ως ανεξάρτητης Δημοκρατίας το 1830, όπου ηγήθηκαν οι αντίπαλες ομάδες, οι Μπλάνκος ή Συντηρητικοί και σήμερα επισήμως «Εθνικό Κόμμα» και οι Κολοράδος ή Φιλελεύθεροι, έληξαν κάπως ειρηνικά: Με τη «θριαμβευτική νίκη», όπως χαρακτηρίστηκε, του συνασπισμού «Πλατύ Μέτωπο - Προοδευτική Συνάντηση - Νέα πλειοψηφία - (Encuentro Progressista/ Frente Amplio/ Nueva Mayoria) και του υποψηφίου για την προεδρία Ταμπαρέ Ραμόν Βάσκες Ρόσας.

Ο Βάσκες, πρώην δήμαρχος του Μοντεβίδεο, και υποψήφιος - ανεπιτυχώς - του Frente Amplio στις προεδρικές εκλογές τόσο του 1994 όσο και του 1999, θα αναλάβει επισήμως τα σκήπτρα της εξουσίας την 1η Μάρτη του 2005. Συνεπώς, η πρώτη μέρα της άνοιξης του επόμενου χρόνου θα είναι αυτή που θα σηματοδοτήσει και επισήμως το νέο κεφάλαιο που ξεκινά για την ιστορία της Ουρουγουάης.

Εντούτοις, αυτό το τόσο «νέο κεφάλαιο» έχει ρίζες πολύχρονες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της «Ελβετίας της Νοτίου Αμερικής», τα τελευταία 40 χρόνια σχεδόν. Οι πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης συμμαχίας, μεταξύ προοδευτικών αστικών πολιτικών τμημάτων και του εργατικού, κομμουνιστικού και ριζοσπαστικού κινήματος, ανάγονται στα 1962 με τη σύσταση του FIDEL - (Αριστερό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Τέσσερα χρόνια μετά, και ενόσω στη χώρα γίνονται πλέον πολύ εμφανή τα σημάδια της κατάρρευσης σχεδόν της οικονομίας ως αποτελέσματος της ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών οικονομιών, μετά τον πόλεμο και την ταυτόχρονη μείωση της κύριας πηγής αιμοδοσίας της οικονομίας που ήταν οι εξαγωγές προς την πληγωμένη από τον πόλεμο Ευρώπη των γεωργικών και, κυρίως των κτηνοτροφικών, προϊόντων, συγκροτείται και το «Εθνικό Κογκρέσο των Εργατών» - CNT. Το Frente Amplio ήταν ακόμη στα σπάργανα και κυοφορούνταν μέσα από τις διεργασίες για τη σύσταση μετώπου και υπό το πρίσμα της δράσης των Τουπαμάρος, της πρώτης οργάνωσης ένοπλου αντάρτικου πόλης παγκοσμίως που είχε θέσει το Μοντεβίδεο υπό πολιορκία.

Ετσι, στις 5 Φλεβάρη 1971 μετά από κοινή συμφωνία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος το «Πλατύ Μέτωπο» θα γίνει πραγματικότητα. Στα πρώτα του βήματα, όμως, η πορεία του θα ανακοπεί. Το φασιστικό πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973 θα τερματίσει τη δράση του, για δώδεκα χρόνια, αφού τέθηκε σε παρανομία και τα μέλη και οι οπαδοί των κομμάτων που το συνιστούσαν διώχθηκαν ανηλεώς. Οπως και τα υπόλοιπα τμήματα του λαϊκού κινήματος.

Το μεγάλο ερώτημα

1985 και η «δημοκρατία» επιστρέφει ή καλύτερα επιβάλλεται εκ νέου. Τα δύο κύρια αστικά κόμματα, οι Μπλάνκος και οι Κολοράδος θα εναλλάσσονται και πάλι στην εξουσία. Το Frente Amplio θα δίνει συνεχείς μάχες για τη διεύρυνση της πολιτικής του δύναμης και κυρίως του πεδίου δράσης του. Σε τοπικό επίπεδο ελέγχει το Δήμο του Μοντεβίδεο, - όπου ζει σχεδόν το 50% του συνολικού πληθυσμού - από το 1989, με πρώτο δήμαρχο τον Ταμπαρέ Βάσκες, τον εκλεγμένο νέο Πρόεδρο σήμερα. Από το 1989 συμμετέχουν πλέον και οι Τουπαμάρος και επιστρέφει και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.

Με τους πολύ ισχυρούς δεσμούς του με το εργατικό κίνημα και κυρίως με το «Εθνικό Κογκρέσο Εργατών» - CNT, αλλά και το κίνημα των συνεταιρισμών για τη στέγαση, την οικιστική και πολιτιστική ανάπτυξη - Federacion Unificadora de Cooperativas de Vivienda por Ayuda Mutua (FUCVAM) - αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες που παρέχει το Σύνταγμα για την προσφυγή σε δημοψηφίσματα, για να σταματήσει ή να ανατρέψει αποφάσεις της κυβέρνησης. Το 1992 στο δημοψήφισμα που προκάλεσε για την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΔΝΤ, το 72% των εκλογέων ψηφίζει κατά. Ενώ η μεγάλη νίκη του Frente Amplio στις προεδρικές εκλογές ουσιαστικά προδιαγράφτηκε μετά τη μεγάλη νίκη κατά τη διάρκεια της διενέργειας του δημοψηφίσματος για την ανατροπή της απόφασης της κυβέρνησης του Χόρχε Μπάτλε για την ιδιωτικοποίησης της κρατικής πετρελαϊκής εταιρίας Ancap. Αντίστοιχο δημοψήφισμα διενεργήθηκε και κατά τη διάρκεια των γενικών εκλογών της 31ης Οκτωβρίου, με το ερώτημα της συνταγματικής μεταρρύθμισης για την προστασία της κρατικής εταιρίας υδάτων OSE από την ιδιωτικοποίησή της και την ανακήρυξη των υδάτινων πόρων της χώρας ως ζήτημα ύψιστου εθνικού συμφέροντος. Το «ναι» σε αυτή την περίπτωση ξεπέρασε κατά πολύ το 60% και πρόκειται για την πρώτη περίπτωση παγκοσμίως, όπου υπερψηφίζεται συνταγματική μεταρρύθμιση για την προστασία των υδάτινων πόρων, αλλά και των υπολοίπων φυσικών πηγών.

Το πέντε χρόνια μετά την είσοδο της χώρας σε βαθιά ύφεση, δεκαετιών οικονομικής αναδιάρθρωσης που κατέστρεψαν όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς ιστούς και δύο χρόνια μετά την ουσιαστική κατάρρευση, το Frente Amplio*, εκτός από την προεδρία που κατόρθωσε να αποσπάσει από την πρώτη κιόλας Κυριακή, αναδείχτηκε και σε πρώτη πολιτική δύναμη. Αυτό αφού ελέγχει 17 από τις 30 έδρες της Γερουσίας και 53 από τις 99 έδρες στην Κάτω Βουλή του Κοινοβουλίου και, για πρώτη φορά, τουλάχιστον οκτώ, ίσως και δέκα, από τις περιφέρειες της χώρας, υποσχόμενο «μία άλλη Ουρουγουάη»...


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ