Η στρατηγική των δύο μονομάχων για το Λευκό Οίκο κοινή. Ο αγώνας για τη συνέχιση της κυριαρχίας των ΗΠΑ. Ο τρόπος άσκησής της «διαφοροποιείται». Ανάλυση στο τι υπάρχει ανάμεσα στις γραμμές των δηλώσεων και των δύο για τον πόλεμο είναι παρακινδυνευμένη. Ειδικά όσον αφορά τους Δημοκρατικούς και τον Τζον Φορμπς Κέρι.
Η πρόσφατη ιστορία αποτελεί ίσως καλύτερο οδηγό ανάλυσης.
Στην περίπτωση που οι πηγές του μαύρου χρυσού της ευρύτερης περιοχής βρίσκονταν στα χέρια «εχθρικής δύναμης», τότε οι πρώτοι που θα υπέφεραν θα ήταν οι Δυτικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ και η ενεργειακή κρίση του '70 είναι το πιο τρανό παράδειγμα. Εντούτοις, η στρατηγική και τα σχέδια των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή ελάχιστα αφορούν την προστασία των συμφερόντων των «συμμάχων».
Από τη δεκαετία του '20 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ασκούσε αφόρητες πιέσεις προς τη Βρετανία ώστε αμερικανικές εταιρίες να λάβουν μεγάλο μερίδιο από την εκμετάλλευση του πλούτου του μαύρου χρυσού. Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όταν πια είχαν γίνει γνωστά τα αποθέματα του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, ο υπουργός Πολεμικού Ναυτικού Τζέιμς Φόρεσταλ τόνιζε εμφατικά προς τον υπουργό Εξωτερικών Μπερνς: «Δε με ενδιαφέρει ποια αμερικανική πετρελαιοβιομηχανία θα εκμεταλλευτεί τα αποθέματα της αραβικής χερσονήσου, αλλά πρέπει να είναι αμερικανικές». Και δεν ήταν η ΕΣΣΔ ο «πονοκέφαλος» του Φόρεσταλ. Ο κύριος ανταγωνιστής των ΗΠΑ δεν ήταν άλλος από τον πιο στενό της σύμμαχο σήμερα. Τη Βρετανία.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 το πετρέλαιο χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ως πολιτικό όπλο εκ μέρους των ΗΠΑ και της Βρετανίας εναντίον του Ιράν. Το Ιράν είχε διαπράξει θανάσιμο «αμάρτημα»: Η κυβέρνηση Μοσαντέκ είχε εθνικοποιήσει τη μέχρι τότε βρετανικής ιδιοκτησίας πετρελαϊκή εταιρία, μετά την άρνησή της να καταβάλει μέρος των αστρονομικών της κερδών από την εκμετάλλευση του ιρανικού πετρελαίου. Ως αντίδραση από κοινού αυτή τη φορά, ΗΠΑ και Βρετανία επέβαλαν εμπάργκο, ενώ η CIA διοργάνωσε το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση Μοσαντέκ και έφερε το Σάχη στην εξουσία, που αποεθνικοποίησε αμέσως την πετρελαϊκή εταιρία, με τις αμερικανικές εταιρίες να απολαμβάνουν για πρώτη φορά το 40% της μέχρι πρότινος αμιγώς βρετανικής εταιρίας!
«Αυτό είναι ένα αντικειμενικό μάθημα με πολύ υψηλό κόστος που οφείλει να καταβληθεί όταν ένα έθνος του Τρίτου Κόσμου βγει εκτός εαυτού με τον φανατικό εθνικισμό του», ήταν η άποψη που διατύπωνε στο κύριο άρθρο της η έγκριτη εφημερίδα «New York Times» πενήντα χρόνια πριν. Αν ακούγεται οδυνηρά και επικίνδυνα επίκαιρο είναι απλά γιατί μπορεί ο χάρτης της οικουμένης να έχει διαφοροποιηθεί ριζικά, επ' ουδενί όμως η φύση του ιμπεριαλισμού. Εντούτοις, ούτε η υποτελής στάση του Σάχη ήταν αρκετή για να διατηρήσει ντε φάκτο και επ' αόριστο την προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ.
Το 1969 ο Σάχης ζητά από τις ΗΠΑ να προμηθευτούν περισσότερο πετρέλαιο από το Ιράν, ούτως ώστε να αυξήσει τις προσόδους και να χρηματοδοτήσει το σύστημα εξουσίας του... Η απάντηση ήταν κοφτή και αρνητική. Οπως απλά του εξήγησε ο σύμβουλος του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον «σημαντικό τμήμα των κερδών από την αγορά του ιρανικού πετρελαίου θα πάει σε εταιρίες μη αμερικανικών συμφερόντων εν αντιθέσει με αυτό που συμβαίνει με την αγορά του σαουδαραβικού πετρελαίου»...
Το πετρέλαιο ως πολιτικό όπλο χρησιμοποιήθηκε ξανά εκ μέρους των ΗΠΑ το 1956, όχι ενάντια σε κάποια αραβική χώρα, αλλά ενάντια στη Βρετανία και τη Γαλλία, όταν από κοινού με το Ισραήλ εισέβαλαν στην Αίγυπτο. Η Ουάσιγκτον ξεκαθάρισε ότι το πετρέλαιο των ΗΠΑ δε θα έφτανε ποτέ στη Δυτική Ευρώπη έως ότου οι εισβολείς αποσύρονταν. Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν εναντιώνονταν στην ανατροπή του Νάσερ... «Εάν το έκαναν γρήγορα και αποτελεσματικά θα ήταν καλοδεχούμενο» θα δήλωνε αργότερα ο τότε Πρόεδρος Αϊζενχάουερ, «αλλά η αδέξια αγγλογαλλική επιχείρηση έθετε σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή».
Αρχές δεκαετίας του '70 και η αγορά του πετρελαίου ήταν σαφώς διαφοροποιημένη από ό,τι ήταν δύο δεκαετίες πριν. Ετσι το 1972, η κυβέρνηση Νίξον προκαλεί την πρώτη μπονάτσα του πετρελαίου επιδιώκοντας την αύξηση της τιμής του μαύρου χρυσού, συνομιλώντας κυρίως με τη Λιβύη. Σύμφωνα με έρευνα του Β. Χ. Οπενχάιμ, στηριζόμενη σε συνεντεύξεις Αμερικανών αξιωματούχων και αρχεία, «ο κύριος λόγος αυτής της "επιεικούς στάσης" των ΗΠΑ έναντι της δραματικής αύξησης της τιμής του πετρελαίου ήταν η θεώρηση ότι η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών θα έχει σημαντικά οικονομικά οφέλη εν αντιθέσει με τις οικονομίες των υπολοίπων βιομηχανικών κρατών. Δηλαδή της Δυτικής Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των χωρών-κλειδιά της Μέσης Ανατολής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ιράν». Ο Χένρι Κίσινγκερ θα επιβεβαιώσει αργότερα: «Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα επηρεάσει δραματικά κυρίως τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία και πιθανώς θα ενισχύσει τη θέση των ΗΠΑ ως ανταγωνίστριας δύναμης».
Πριν το ξέσπασμα του πολέμου το 1973 και το εμπάργκο των αραβικών κρατών προς τις ΗΠΑ και την Ολλανδία, εξαιτίας της στήριξης του Ισραήλ, στελέχη των αμερικανικών πετρελαιοβιομηχανιών προειδοποιούσαν την κυβέρνηση Νίξον ότι «η θέση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή επιδεινώνεται ενόσω τα ευρωπαϊκά, τα ιαπωνικά και ίσως τα σοβιετικά συμφέροντα προωθούνται και αντικαθιστούν τα αμερικανικά, γεγονός που θα είναι πιθανώς επιβλαβές τόσο για την οικονομία μας όσο και για την εθνική ασφάλειά μας»... Πρέπει να σημειωθεί ότι στις προειδοποιήσεις αυτές η «σοβιετική απειλή» ήταν μία πιθανότητα, ενώ η απειλή των συμμάχων βεβαιότητα.
Τέλη του '73 και αρχές του '74 οι εικόνες των ουρών με τα μπιτόνια στα διάφορα βενζινάδικα και η ατμόσφαιρα κρίσης έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν ριζικά διαφορετική.
Μέχρι το Μάρτη του 1974 η κατανάλωση στις ΗΠΑ είχε μειωθεί μόνο κατά 5%, ενώ στις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες μέχρι 15%. Στον απολογισμό του εμπάργκο των αραβικών χωρών θα πρέπει όμως να προστεθεί ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ συναλλάχτηκαν κατά μόνας με τις παραγωγές χώρες και όχι διά μέσου των πετρελαϊκών κολοσσών. Εννοείται ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο αντιτάχθηκαν στις κινήσεις των συμμάχων, αλλά και προσπάθησαν να τις αποτρέψουν με κάθε τρόπο. Αυτά... για την «προάσπιση των συμφερόντων των συμμάχων».