Η σκληρή στάση που κρατά το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, για να εγκρίνει την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, θα αξιοποιηθεί ως άλλοθι από την κυβέρνηση Σημίτη για τη λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων και ως μήνυμα παραδειγματισμού στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες της Ανατολικής Ευρώπης
Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ επιδιώκεται να αποτελέσει το «αυστηρό μοντέλο» και... χώρο σκληρών πειραματισμών, που θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για την είσοδο στην ευρω-ζώνη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Από την άποψη αυτή η «ισχυρή οικονομία» της δεκαετίας του '90 που - υποτίθεται - δημιούργησαν οι κυβερνήσεις του δικομματισμού, με την επίκληση των μονόδρομων της υποταγής, προσφέρεται για κάθε είδους εκβιασμούς από τους ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετά τις δηλώσεις την προηγούμενη βδομάδα του υποδιοικητή της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Ρέκερς, ότι η Ελλάδα δεν πληρεί τα κριτήρια διατηρησιμότητας του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους, η κυβέρνηση Σημίτη αναμένει σήμερα να πάρει και το επίσημο μήνυμα του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, για τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να προσφέρει προκειμένου να αποσπάσει το εισιτήριο ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ από 1-1-2001.
Το μήνυμα θα περιλαμβάνεται στις δύο «συνοδευτικές» - της ελληνικής αίτησης για την ένταξη στην ΟΝΕ - εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιοποιούνται σήμερα στις Βρυξέλλες. Οι δύο, αυτές, εκθέσεις θα έχουν αρκετά επικριτικά, για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, σημεία, ειδικά στα θέματα των «διαρθρωτικών αλλαγών», όπου περιλαμβάνονται η αγορά εργασίας, η «απελευθέρωση» των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών και οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, όπου, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, θα απαιτήσουν από την ελληνική κυβέρνηση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους. Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι για όλα αυτά τα θέματα, η ελληνική κυβέρνηση, και με τις πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις, έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις ότι θα τα υλοποιήσει στο ακέραιο!
Με τα νέα αυτά δεδομένα η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να αμυνθεί με το απατηλό επιχείρημα, ότι σημασία δεν έχει τι θα γράφουν σήμερα οι εκθέσεις, αλλά τι θα αποφασίσουν οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Σύνοδο Κορυφής στις 19 του Ιούνη στην Πορτογαλία. Με απλά λόγια, επιδιώκεται ένας διαχωρισμός των «κακών» - ιδίως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - και των «καλών», που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Στο πνεύμα αυτό κινήθηκαν και οι χτεσινές δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου, ο οποίος - με αφορμή τη συνάντησή του με τον υπουργό ΠΟλιτισμού Θ. Πάγκαλο- ανακοίνωσε και τη διοργάνωση, σήμερα το μεσημέρι, συνέντευξης Τύπου, όπου και θα επιχειρήσει να καλύψει τα... μελανά σημεία των δύο εκθέσεων. Οπως δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, «με τη δημοσιοποίηση των δύο εκθέσεων στις 3 Μάη μπαίνουμε πλέον στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ολοκληρώνει πλέον τον κύκλο της συμμετοχής της και το λόγο έχουν αποκλειστικά οι κυβερνήσεις σε δύο ορόσημα, δύο συνεδριάσεις, που έχουν το χαρακτήρα οροσήμων. Το πρώτο είναι η συνεδρίαση του συμβουλίου ΕΚΟΦΙΝ στις 5 Ιούνη, το οποίο θα απευθύνει σύσταση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και αυτό με τη σειρά του στις 19 Ιούνη θα λάβει την πολιτική απόφαση».