Τετάρτη 3 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Τώρα θέλεις παράδες...

Κάποτε όταν πήγαινα για το Πάσχα στο χωριό, το χαιρόμουνα πολύ. Οχι μόνο γιατί περνούσα στις γιορτές με τους δικούς μου, που διαμένουν εκεί, αλλά και γιατί είχα την ευκαιρία να συναντήσω τους συγχωριανούς μου και τους άλλους, σαν και μένα, ξενιτεμένους, που είχα να τους δω πολύ καιρό. Εκεί βρισκόμαστε όλοι μετά στον Επιτάφιο για κάνα τσίπουρο και μετά την Ανάσταση για καμιά μπίρα, λίγο κρασάκι και πολλή συζήτηση για τα παλιά κυρίως, αλλά και για τα παρόντα και τα μελλούμενα. Φέτος πήγα στο χωριό για το Πάσχα και δεν είδα κανένα. Το καφενείο άδειο. Οι χωριανοί κλεισμένοι στα σπίτια τους.

Ψάχνω να βρω την αιτία. Αλλαξαν οι εποχές, τα ήθη και έθιμα και χάθηκαν οι παρέες; Υπάρχουν, κι αυτές ακόμα τις μέρες των γιορτών, αλλού άλλα ενδιαφέροντα; Μπορεί να 'ναι κι αυτά. Βλέπεις, η «εξέλιξη» δε φέρνει πάντα κάτι το καλύτερο και σκέφτομαι ότι τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν «εξελιχτεί» προς το χειρότερο. Να, έμαθα πως πολλοί από το χωριό, φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, αγρότες και μεροκαματιάρηδες, παίζουν στο Χρηματιστήριο. Είναι κι αυτό μια «εξέλιξη» και τώρα που το Χρηματιστήριο «πάει κατά διαόλου», πολλοί από τους συγχωριανούς μου έχασαν τις οικονομίες τους και «σκούζουν απ' τα πλευρά», όπως λέμε εμείς στη Θεσσαλία.

Ομπάρμπα - Γιάννης, παλιός γείτονας, που τον βρήκα να κάθεται στη ρούγα του σπιτιού του, πάνω σε μια πλαστική καρέκλα, απ' αυτές που πουλάνε οι γύφτοι γυρίζοντας στο χωριό με τα «ντάτσουν», αλλού εντοπίζει το πρόβλημα. «Ολα ξεκινούν και τελειώνουν στο οικονομικό», μου λέει. «Στραγγίσαμε από παράδες και γι' αυτό δε βγαίνουμε στο καφενείο. Κάτσε και θα δεις ότι από τις 8 η ώρα το βράδυ όλα είναι κλειστά και το χωριό ερημώνει. Ούτε φαντάσματα δεν περπατάνε στους δρόμους».

- Ναι, μπάρμπα - Γιάννη, αλλά όχι και να χαθούμε κιόλας. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους. Θέλουν την παρέα να κουβεντιάσουν, θέλουν κάπου - κάπου να γλεντάνε. Παλιότερα, πιο φτωχοί ήταν οι χωριανοί, αλλά τους έβλεπες να διασκεδάζουν, να πηγαίνουν στο καφενείο.

Αγρίεψε ο γέροντας.

- Καλά τα λες, αλλά παλιά στο καφενείο την έβγαζες και μ' έναν καφέ, ή ακόμα και χωρίς να πάρεις τίποτα. Τώρα, άμα πας, θέλεις παράδες. Να πιεις ένα καραφάκι τσίπουρο, σου φεύγει κοντά στο χιλιάρικο. Υστερα, σήμερα τα καφενεία έγιναν και φαγάδικα μαζί. Να φας, με την οικογένειά σου, λίγο κεμπάπ, πάει το πεντοχίλιαρο και δε σου φτάνει κιόλας. Πού να βρει τόσους παράδες ο αγρότης του χωριού μας με τα 20 και 30 στρέμματα γης; Πού να τα βρει, για να τα ξοδέψει ο γέροντας με τις 40.000 δραχμές σύνταξη το μήνα που δίνει ο ΟΓΑ; Εδώ περιμένουμε, όπως το κουμπαρούλι το νονό του, τον ταχυδρόμο να μας πληρώσει για να πληρώσουμε το ρεύμα και το τηλέφωνο. Μόνο για τους λογαριασμούς φτάνει η σύνταξη. Και πού να βρεις για φαΐ, για να πληρώσεις τη συνδρομή στα φάρμακα, για να πας σε ιδιώτη γιατρό να σ' εξετάσει, γιατί αν περιμένεις το ραντεβού στο νοσοκομείο, μπορεί να μην προλάβεις και να βρεθείς πριν την ώρα σου «στα κυπαρίσσια».


Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ