Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Δημότση από το λεύκωμα «τήνελλα καλλίνικε!» (εύγε ένδοξε νικητή), εκδόσεις «GEMA» |
«Οταν τέλειωσα τη στρατιωτική μου εκπαίδευση, έτυχε να είναι η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο πατέρας, για να μ' ευχαριστήσει, μου πρότεινε να επισκεφθούμε την Ολυμπία. Πέταξα από τη χαρά μου. Για κείνον ήταν ένα θέαμα γνωστό, για μένα πρωτόγνωρο. Ολη η νεολαία της Αθήνας είχαμε ξεσηκωθεί για την Ολυμπία. Ο Επιχαρίνος, εξαίρετος δρομέας, το ίνδαλμα της Αθήνας, ήταν υποψήφιος νικητής. Οι φίλοι μου από βδομάδες συζητούσαν να βρουν τρόπους για να παρακολουθήσουν τους Αγώνες και να χαρούν μια αθηναϊκή νίκη, γιατί το ταξίδι κόστιζε ακριβά και η διαμονή επίσης.
Πρότεινα στον πατέρα να πάρουμε μαζί μας τον Φειδία. Μου το είχε ζητήσει ο ίδιος. Μάντευα τον βαθύτερο πόθο του. Ηθελε περισσότερο να επισκοπήσει τα καλλιτεχνήματα που ήταν με αφθονία σκορπισμένα στην Αλτη και να μελετήσει τα νεανικά σώματα, τα ομορφότερα της Ελλάδας, όπως έλεγε, που είχαν πλημμυρίσει την Ολυμπία.
Πήραμε τα καλύτερα μουλάρια μας και φορτώσαμε μια σκηνή και τ' απαραίτητα για το ταξίδι, ενώ είχαμε ειδοποιήσει να μας ετοιμάσουν ένα κατάλυμα στην Αλτη. Στο δρόμο συναντήσαμε αμάξια, που έφερναν θεωρούς ντυμένους με πολυτέλεια. Πλησιάζοντας στην Ολυμπία, αγοράσαμε δροσερά στεφάνια, για να στεφανώσουμε τ' αμάξια μας κι αλλάξαμε τα σκονισμένα μας ρούχα με όμορφους χιτώνες που είχαμε φέρει μαζί μας.
Ακουγες διάφορες διαλέκτους χωρίς να τις εννοείς: Βοιωτική, Αιολική, Ιωνική, Μεγαρική. Διάφοροι δημιουργοί εξέθεταν τα έργα τους, ραψωδοί απήγγειλαν και ζητούσαν λεφτά, αοιδοί τραγουδούσαν. Οι κάπηλοι πουλούσαν απίθανα πράγματα. Ο πατέρας κουνούσε το κεφάλι του, «η Ολυμπία έγινε χώρος επιδείξεων», έλεγε.
Οι υπεύθυνοι για τους ξένους διέθεταν ένα μικρό περίπτερο για τον πατέρα και βολεύτηκα κοντά του κι εγώ, ενώ στη σκηνή έμειναν οι υπηρέτες.
Καθώς δεν είχαμε κάνει αρκετές προμήθειες για τη διαμονή μας, κάναμε διάφορα ψώνια που μου φάνηκαν πανάκριβα. Οι κάπηλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την περίσταση για ν' αδειάσουν το σακούλι των επισκεπτών, που ήταν απ' όλες τις ελληνικές περιοχές. Καθώς σκεφτόμαστε πού θ' αφήναμε τα χρήματα, όσο διαρκούσε η παραμονή μας στην Ολυμπία, διακρίναμε έξω από μια σκηνή τον Ευφορίωνα, γνωστό στην Ολυμπία χρηματιστή, που μ' αυτόν είχες ήσυχο το κεφάλι σου. Οι μακρυχέρηδες έκαναν πάντα χρυσές δουλιές σε τέτοιες συγκεντρώσεις κι ο Ευφορίων ήταν ο πιο σίγουρος να σ' εξασφαλίσει. Είχα σαστίσει με τα κάθε είδους θεάματα: Ταχυδακτυλουργοί, μίμοι, ηθοποιοί, που απήγγειλαν ποιήματα, εγγαστρίμυθοι μ' έκαναν να πέφτω από ξάφνιασμα σε ξάφνιασμα. Τα πιο πολλά θεάματα είχαν χαμηλή πνευματικότητα, αλλά οι ύμνοι του Πινδάρου που διάβαζα σκαλισμένους σε πλάκες για νικητές αθλητές είχαν μεγαλοσύνη. Κάποια στιγμή έπιασα το βλέμμα του πατέρα να παρατηρεί έναν άντρα με μεγαλόπρεπο ύφος, σεμνά ντυμένο, ενώ γύρω του κινιόταν μια μεγάλη συντροφιά. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο Πίνδαρος. Οι δύο άντρες χαιρετήθηκαν, καθώς ήταν γνώριμοι από παλιά, όταν ο Πίνδαρος έγραψε ωδή για τον θείο Μεγακλή που νίκησε στους Δελφούς. Οσο κι αν με εντυπωσίασε η κοσμοσυρροή κι η ποικιλία των θεαμάτων, η συγκίνηση των Αγώνων ήταν η πιο έντονη. Οι αθλητές τριγυρνούσαν με ύφος καμαρωτό ανάμεσα στον κόσμο, που στο πέρασμά τους ψιθύριζε με τον διπλανό το όνομά τους ή προσφωνούσε με εγκωμιαστικούς λόγους τους γνωστούς αθλητές. Πολλοί αναγνώρισαν τον πατέρα και τον ζητωκραύγασαν.
Το καλοκαίρι ήταν πια στο τέλος του, όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Η κορφή του Κρόνιου καθημερινά ήταν συννεφιασμένη κι αυτό ήταν σημάδι νεροποντής. Εντούτοις δε σταματούσαμε με τον Φειδία να σεργιανίζουμε στην Αλτη, την κατάσπαρτη από αγάλματα. Ολες εκείνες τις μέρες προσπαθούσε να με μυήσει στη μαγική λειτουργία της τέχνης πάνω στον άνθρωπο, της τέχνης που έχει τη δύναμη να τον αλλάξει στο καλύτερο ή το χειρότερο.
Δύο φορές ανεβήκαμε στο Κρόνιο να θαυμάσουμε από ψηλά τα νερένια φίδια, ένα θέαμα μοναδικό, που ήταν και η εικόνα που έκλεισε τη διαμονή μας εκεί.
Από το βιβλίο της Βάσως Αγγελίδη «Τα απομνημονεύματα του Περικλή: Ο ρόλος της Ασπασίας», εκδόσεις «Πιτσιλός».