Η μαρτυρική πλατεία της Οσίας Ξένης |
Σε ποτάμια ανθρώπινα είχαν μεταβληθεί όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην πλατεία της Οσίας Ξένης, που είχε επιλεγεί από τους κατακτητές σε συνεργασία με τις προδοτικές δυνάμεις, για να ...«φιλοξενήσουν» τους άρρενες από 14 ετών και πάνω, όπως πρόσταζε το χωνί των εθνοπροδοτών, περιφερόμενο από γειτονιά σε γειτονιά, συμπληρώνοντας: Οποιος βρίσκεται στο σπίτι του, θα εκτελείται επί τόπου! Φοβερό το δίλημμα για τους εξουθενωμένους από την τετραετή κατοχική ανέχεια ανθρώπους της φτωχοσυνοικίας, που μη αντέχοντας τη σκλαβιά είχαν ξεσηκωθεί και πάλευαν για τη λευτεριά. Κάποιοι από εκείνους που είχαν εκτεθεί με τον ένοπλο αγώνα σε οδομαχίες με τους πουλημένους τσολιάδες αποφάσισαν, αν είναι να πεθάνουν, ο θάνατος να τους βρει με το ντουφέκι τους στον ώμο, άλλοι κρύφτηκαν, εκείνοι που αναγνωρίστηκαν από τους καταδότες στην κοσμοσύναξη εκτελέστηκαν στη μάντρα του πλαϊνού υφαντουργείου και ήταν κάπου διακόσιοι αγωνιστές, ανάμεσά τους ο Γιάννης, ο Μικές και ο Βαγγέλης, με τους οποίους μαζί μεγαλώσαμε. Ηταν οργανωμένα στην ΕΠΟΝ και τα τρία παιδιά και οπλοφορούσαν. Παίρνανε μέρος σε συμπλοκές με τους ταγματασφαλίτες και εμείς τους κρατάγαμε τσίλιες! Η αλήθεια είναι ότι κάτι γνωρίζαμε από οδομαχίες, γιατί μερικά χρόνια πριν την Κατοχή, παίζαμε από γειτονιά σε γειτονιά πετροπόλεμο, λες και υπήρχε πρόβλεψη ν' αποκτηθεί κάποια πείρα. Ενας ονόματι Γιώργος, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος, που καθοδηγούσε το παιδομάνι και φιλοξενούνταν από τον κυρ - Μανώλη, που γύρισε εξόριστος προπολεμικά όλα τα ξερονήσια, άλλαξε κρύπτη και τη γλίτωσε, δε γλίτωσε όμως από τους χίτες μετά τα Δεκεμβριανά που τον σκότωσαν ύπουλα καθ' οδόν. Κάποιοι που αυτούς που δολοφονούσαν τους αγωνιστές της Αντίστασης μέσ' τη μέση του δρόμου μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την επέμβαση των Αγγλων, σίγουρα θα πήραν μέρος και στο πογκρόμ της 17ης Αυγούστου στην Κοκκινιά, όπως θεωρείται βέβαιο ότι αρκετοί ανθέλληνες συνταξιοδοτήθηκαν από τις μισαλλόδοξες κυβερνήσεις, ως «εθνικώς» δράσαντες!
Μνημείο για το Μπλόκο της Κοκκινιάς |
Κάποια στιγμή στάθηκαν στη δική μας αράδα, όπου βρίσκονταν οι νεότεροι της απέραντης συντροφιάς και ο καταδότης με τη μαύρη μουτσούνα σήκωσε πάνω τους τρεις παιδικούς μου φίλους: Τον Γιάννη, τον Μικέ και τον Βαγγέλη, που αναγνώρισε το χαφιέ που έκρυβε πίσω από τη μάσκα το μούτρο του και του είπε: - Εμένα Βασίλη;
Σε λίγο, η επόμενη ριπή ήταν γι' αυτούς.
Αρκετές ηρωικές γυναίκες με στάμνες νερό μπροστά στην εκκλησία, προσπαθώντας να δροσίσουν κάποιους από το πλήθος, ποδοπατήθηκαν άγρια απ' αυτά τα δίποδα τέρατα, ντόπια και ξένα, που δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο μέσα τους. Εφθασαν στο σημείο να τρυπούν τους κρατούμενους με την ξιφολόγχη, περιφέροντάς τους από διάδρομο σε διάδρομο και, παραμορφωμένους πια, να προσπαθούν να τους αποσπάσουν ονόματα συντρόφων τους.
Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε και δεν μπορώ να ξεχάσω τον ηρωικό λοχαγό του ΕΛΑΣ, που, τρυπώντας τον συνεχώς ένα εγχώριο κτήνος, κάθε τόσο επαναλάμβανε: - «Πού είχατε ρε, κρεμασμένη την κόκκινη σημαία και μας ανέμιζε τα α... α;». Μαρτύρα ρε! Κι εκείνος αποκρινόταν όσο μπορούσε ν' ακουστεί: «Ψηλά το κεφάλι αδέλφια»!
Οταν η μάντρα του πλαϊνού εργοστασίου γέμισε από άψυχα κορμιά νέων ανθρώπων, ανάμεσά τους και τα τρία γειτονόπουλά μου, και σταμάτησαν οι εκτελέσεις αγωνιστών για τη λευτεριά της πατρίδας, άρχισε το ανθρωπομάζωμα ομήρων για την αποστολή τους στη Γερμανία. Χιλιάδες είχαν την ατυχία - ανάμεσά τους πολύτεκνοι μεροκαματιάρηδες, όπως ο γείτονάς μου ο κυρ - Γιάννης με τα έξι παιδιά. Τους ξεχώρισαν και ποδαρόδρομο τους οδήγησαν στο Χαϊδάρι σε μιαν ατέλειωτη φάλαγγα. Η διαλογή γινόταν από δύο πελώριους γκεσταπίτες με παράσημα, ένσημα γυαλιστερά και χρωματιστά σιρίτια. Και ...έκοβαν από το μεγάλο ταξίδι στην καρδιά του ναζιστικού καθεστώτος, μόνον όσους παρουσίαζαν φανερή αναπηρία.
Σχέδιο του ψηφιδωτού μνημείου για το Μπλόκο της Κοκκινιάς, του καλλιτέχνη Μιχάλη Νεοκλή |