Κυριακή 15 Φλεβάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η παραδουλεύτρα

Γρηγοριάδης Κώστας

Ηταν στα κακά της χάλια, όταν άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η καθαρίστρια, που είχε να 'ρθει πάνω από ένα μήνα και η ηλικιωμένη γυναίκα την περίμενε ανυπόμονα για να κάνει τις χοντρές δουλιές του σπιτιού. Οχι πως δε νοιαζόταν για την υγεία της, κάθε άλλο. Την έπαιρνε τακτικά τηλέφωνο και άκουγε πως δεν ήταν καλά, για τέτοιο χάλι δεν το περίμενε, τέτοια μούτρα, τέτοια κατάπτωση. Και ήρθε να πιάσει δουλιά, μ' αυτήν την παγωνιά; απόρησε η νοικοκυρά και άθελά της ξεστόμισε: Χρειάζεσαι γιατρό, όχι μόνο για το λαιμό, μα και για το μυαλό σου, καημένη. Ακου που σου λέω. Παλιότερα, η γριούλα δε χρειαζόταν οικιακή βοηθό, όλα περνούσαν από τα επιδέξια χέρια της με καλλιτεχνική σχολαστικότητα. Ο,τι κι αν έκανε, είτε ζωγράφιζε είτε σφουγγάριζε, ήταν το ίδιο προσεκτική και τελειομανής. Το αποδείχνουν τα λεπτοκαμωμένα σχέδια που στολίζουν τους τοίχους. Χέρι και μάτι λειτουργούσαν άψογα, κάνοντας την έμπνευση έργο Τέχνης! Οχι σπάνια, στέκεται μπροστά τους και δεν πιστεύει τα μάτια της. Θαρρείς κι αναρωτιέται: Δικά μου δημιουργήματα είναι αυτά; Θαυμάζοντας το μεράκι με το οποίο αναδείκνυε και την πιο μικρή λεπτομέρεια του πίνακα.

- Οχι δεν πάω στο γιατρό, θα μ' ανοίξει δουλιές, γκρίνιαξε η άρρωστη, πικραμένη, με υγρά μάτια.

- Θα κάνεις αυτό που σου λέω για το καλό σου, την αποστόμωσε, πρέπει να γίνεις καλά. Ακου «δεν πάω στο γιατρό», λες και είσαι παιδί, άμυαλο.

Η νιόφερτη, αναψοκοκκινισμένη από τον πυρετό, άκουγε τις παρατηρήσεις της αμίλητη για την αποκοτιά της ν' αψηφήσει την πρωτοφανή κακοκαιρία στην Αττική, που δεν έχει συνηθίσει τα εκατομμύρια των κατοίκων με τέτοιες κακοτροπιές, κι έδειχνε να τα βάζει με τον εαυτό της στη σκέψη ότι αυτή η «ηρωική» έξοδος θα μπορούσε να παρατείνει τη διάρκεια της ασθένειας. Ωχ, ωχ, έκανε μάλιστα κάποια στιγμή άθελα κι αναθεμάτισε τη μοίρα της, που ξέμεινε μόνη, άνεργη και αβοήθητη, μετά από έναν αταίριαστο γάμο που διαλύθηκε νωρίς και δυο παιδιά, που ζουν μακριά της και δεν τη νοιάζονται. Ηταν στραβοκεφαλιά, το παραδέχεται, έπρεπε όμως ν' αποδείξει ότι οι απουσίες της δεν οφείλονταν σε άλλη αιτία και επιπλέον την καλή της διαγωγή, από φόβο μήπως βρει άλλη γυναίκα.

- Ελα μη στενοχωριέσαι, διέκοψε τους συλλογισμούς της η σπιτονοικοκυρά, γρίπη είναι και θα περάσει. Δεν είναι τίποτα σοβαρό, μα να μην έχεις, βρε κόρη μου, μια ασφάλεια; Δε σου λέω, κακές και ψυχρές οι συνθήκες ζωής για τη φτωχολογιά, αλλά κι εσύ δεν κοίταξες ποτέ λίγο πιο πέρα από τη μύτη σου, στενοκέφαλη. Εγινες μεσόκοπη, περνάς μια ζωή φοβερά δύσκολη, όπως και άλλοι πολλοί σαν εσένα και ποτέ δεν προβληματίστηκες, γιατί; Πού βρίσκονται οι ρίζες της κακοδαιμονίας των ανθρώπινων κοινωνιών; Εψαξες ποτέ να βρεις τι φταίει για τις άσχημες συνθήκες, που δημιουργεί η ανισοκατανομή των αγαθών σ' ένα μεγάλο κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού και στη δική μας χώρα;

Εγώ να δεις πόσα πέρασα στα νιάτα μου. Εξορίες, βία και στερήσεις αβάσταχτες, αλλά τη θυμάμαι νοσταλγικά, θα 'λεγα, αυτήν την περίοδο για ένα λόγο. Εμαθα από τις συντρόφισσές μου να σκέφτομαι σωστά και να βλέπω καθαρά τη ρίζα του κακού, που δεν είναι άλλη από τον καπιταλισμό. Κατάλαβες τι θα πει; Το αιμοβόρο θεριό που σ' αρπάζει την μπουκιά από το στόμα. Τότε έμαθα να σκέπτομαι και ν' αγωνίζομαι για κοινωνική δικαιοσύνη και πανανθρώπινα ιδανικά, ως τώρα που γέρασα.

Ηρέμησε, θα σου περάσει, της είπε κάποια στιγμή, που η άλλη έπιασε τα κλάματα και της χάιδεψε το ξεθωριασμένο μαλλί και το φλογισμένο μάγουλο, χωρίς το φόβο ότι θα μπορούσε να της μεταδώσει τον ιό που τόσες μέρες την ταλαιπωρεί. Αυτό ούτε καν το σκέφτηκε, η έννοια της είναι να μη χειροτερέψει η κατάσταση της υγείας της και τότε, αλίμονο, ποιος θα τη φροντίσει; Δεν έχει περίθαλψη από πουθενά. Φταίει και η ίδια, που τόσα χρόνια με το σφουγγαρόπανο στο χέρι και δεν έχει ούτε τ' απαραίτητα ένσημα του ΙΚΑ, για να έχει πρόσβαση σε γιατρό σε περίπτωση αρρώστιας και αναπάντεχου κακού.

Εξω ρίχνει χιονόνερο και όποιοι κυκλοφορούν είναι τυλιγμένοι σαν ντολμάδες. Απ' όσο επιτρέπουν οι πολυκατοικίες να δουν, η Πάρνηθα φόρεσε την άσπρη της σκούφια. Αυτό συμβαίνει σπάνια το καταχείμωνο. Μέρα που βρήκε να βγει! Κάτι ήθελε να πει και τελικά ψέλλισε: Θεέ μου πώς θα φύγω; Θα 'λεγε κανείς ότι κατάπιε τη γλώσσα της, που έκοβε σα ψαλίδι, λέγοντας ασταμάτητα επουσιώδη πράγματα, όπως: Ο,τι, έχει σχέση με τους έρωτες των πάσης φύσεως επωνύμων, επάξια ή μη, σε σημείο να γίνεται αφόρητη και να δέχεται τις παρατηρήσεις της ηλικιωμένης που θύμωνε με αυτά. Πες και κάτι σοβαρό καημένη, όλο βλακείες θα λες; Ποιος ομορφονιός ή ομορφονιά χώρισε και σε ποια κοσμική συγκέντρωση παραβρέθηκαν ο άλφα και ο βήτα από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση; Δε βλέπεις πώς πάνε τα πράγματα με τα βασικά του τόπου προβλήματα, που οξύνονται καθημερινά;

Οταν η φλυαρία της άγγιζε την πολιτική, έπαιρνε την οργισμένη απάντηση: - Φτάνει πια, δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Με κάτι σαν εσένα κερδίζονται οι πλειοψηφίες στη Βουλή, υποθέτω. Με τους αδιάφορους, δηλαδή. Χρόνια οι δυο γυναίκες φιλονικούσαν ...φιλικά, προσπαθώντας η μεγαλύτερη να φέρει σε ...θεογνωσία την άλλη και να την πείσει ότι ψηφίζει ανάποδα. Τι θες εσύ με την ψαρόβαρκα πλάι πλάι με το ταχύπλοο, μπορείς να συμπορευτείς; Υπάρχει και το κόμμα της εργατιάς, κακομοίρα, μ' αυτό πρέπει να συστρατευτούν οι εργαζόμενοι για να δουν άσπρη μέρα. Κατάλαβες;

Ομως η Γιάννα, που τα ξέρει όλα, αλλά όχι από πού προέρχονται τα κακά της μοίρας της, ψηφίζει επιπόλαια όποιον της γεμίσει το μάτι! Και είναι μεγάλο το πλήθος των ψηφοφόρων που κάνουν αυτό το λάθος και με την άκριτη συμπεριφορά τους μπροστά στην κάλπη βλάπτουν τα δικά τους συμφέροντα. Αν ήταν συνειδητοποιημένοι πολιτικά όλου του κόσμου οι αδικημένοι, δε θα υπήρχε τόση αδικία. Αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία του κατεστημένου να στηρίζεται από εκείνους που παραπλανά και ψηφίζουν άλλους αντ' άλλων. Αυτά μάλλον σκεπτόταν η ηλικιωμένη γυναίκα, καθώς η λυπημένη ματιά της κόλλησε στο στραπατσαρισμένο πρόσωπο της οικιακής βοηθού, που ο ιός της γρίπης και η κακοπέραση χάραξαν πάνω του τη σφραγίδα του πόνου. Τη συμπονά, η αλήθεια, και τη νοιάζεται.

- Δεν έπρεπε να βγεις, ξανάπε για στερνή φορά και της έβαλε κάτι στο χέρι λέγοντας: Πες ότι το δούλεψες. Η φτωχή, κοιτάζοντάς το λοξά, έκανε πως δεν το ήθελε. - Μα δεν ήρθα γι' αυτό, είπε βραχνά, έκανα κουράγιο να 'ρθω για να βεβαιωθείς ότι πραγματικά είμαι άρρωστη, από το φόβο, μη με διώξεις.

- Γιατί με θεωρείς τέτοιον άνθρωπο; Ακου να τη διώξω γιατί αρρώστησε... Το ίδιο έκανα και με τις άλλες κυρίες που καθαρίζω το σπίτι τους μια φορά τη βδομάδα για να πιστέψουν ότι είμαι άρρωστη και να μην πάρουν άλλη γυναίκα στο πόδι μου, καμιά Αλβανίδα, Βουλγάρα ή Ουκρανή και Ρωσίδα, που μας παίρνουν τη δουλιά! Αν σας χάσω, χάθηκα! Τώρα και δεν τα βγάζω πέρα μόνη μου με νοίκι, φως, νερό, τηλέφωνο. Ούτε να το σκεφτώ ότι μπορεί να μου συμβεί τέτοιο κακό, να μείνω χωρίς μεροκάματο. Θα μου πεις «και τα παιδιά σου»; Το ένα είναι άνεργο και μάταια χτυπάει πόρτες και μαζεύει υποσχέσεις, το άλλο στην Αστυνομία με δυο παιδιά ανήλικα και μικρό μισθό. Διαδηλώσεις κάνει κι αυτός για αυξήσεις. Να, γιατί ξεπόρτισα με πυρετό μέσ' στα χιόνια και πήρα σβάρνα τα σπίτια που εργάζομαι για να δείξω τα χάλια μου.

- Και ποιος θα φροντίσει για σένα, ο δικομματισμός που στηρίζεις, απόσωσε η γιαγιά, ξεπροβοδίζοντάς τη μ' ένα κούνημα του κεφαλιού που έλεγε πολλά.


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ