Κυριακή 23 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΟΚΟΧΡΕΟΛΥΣΙΑ
Πληρώνουμε χαράτσι 64 τρισ. δρχ. στους τραπεζίτες

Το ιλιγγιώδες ποσό των 188,1 δισ. ευρώ (64,1 τρισ. δραχμές) καταβλήθηκε, υπό μορφή τοκοχρεολυσίων αποπληρωμής του δημόσιου χρέους στους δανειστές-τραπεζίτες την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τις κυβερνήσεις Σημίτη, δηλαδή κατά την περίοδο 1996 - 2003.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τους Κρατικούς Προϋπολογισμούς των αντίστοιχων ετών και είναι ενδεικτικά της λεηλασίας του παραγόμενου πλούτου από τις ελληνικές και ξένες τράπεζες, οι οποίες εμφανίζονται σαν οι επίσημοι δανειστές του ελληνικού κράτους. Προκειμένου να έχει ένα μέτρο σύγκρισης ο αναγνώστης για τα τεράστια ποσά που καταλήγουν στα ταμεία των τραπεζών, αναφέρουμε ότι το ΑΕΠ της χώρας το 2003 προβλέπεται να ανέλθει στα 151 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια μέσα σε 8 χρόνια κατέληξε στα θησαυροφυλάκιά τους το 124,5% του παραγόμενου ΑΕΠ του τρέχοντος έτους.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων αποτελεί συμβατική υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου με τις τράπεζες και όσο μεγάλα και αν είναι τα σχετικά ποσά, θα πρέπει να καταβληθούν, από τη στιγμή που τα έχουμε δανειστεί. Υπάρχουν όμως και ισχυρές αντιρρήσεις στην επιχειρηματολογία αυτή. Το ελληνικό δημόσιο, καθ' όλη σχεδόν τη δεκαετία του '90, δανειζόταν από τις τράπεζες, κυρίως μέσω ομολογιακών, αλλά και κοινοπρακτικών δανείων, κυριολεκτικά με τοκογλυφικούς όρους, με επιτόκια της τάξης του 16 και 18% για μια μεγάλη περίοδο, ενώ στην περίοδο της νομισματικής κρίσης του 1994, το υπουργείο Οικονομικών, είχε εκδώσει ειδικά ετήσια ομόλογα με επιτόκιο 25,5%! Μέσω της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, συντελέστηκε επί χρόνια μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος αυτών που χρηματοδοτούσαν το ελληνικό κρατικό χρέος. Πέραν τούτου, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις απέναντι στις τράπεζες, παραδίδοντάς τους ουσιαστικά τη διαχείριση του κρατικού χρέους. Αυτό έγινε, με την κατάργηση της δημόσιας τοποθέτησης στην αγορά ομολόγων (αγορές από το κοινό στα γκισέ των τραπεζών) και τη διάθεση των ομολόγων αποκλειστικά με ιδιωτική τοποθέτηση μέσω των Βασικών Διαπραγματευτών, δηλαδή των ελληνικών και ξένων τραπεζών. Οι τράπεζες, μέσω βιβλίου προσφοράς τιμών, αγοράζουν τα κρατικά ομόλογα, τα οποία είτε κατακρατούν, είτε τα μεταπωλούν σε ιδιώτες σε υψηλότερες βέβαια τιμές από αυτές που οι ίδιες τα αγόρασαν, συν την προμήθεια που εισπράττουν. Καταφέρνουν έτσι, μέσα από τη μεταξύ τους συνεννόηση να διατηρούν υψηλά τα επιτόκια των ομολόγων, τα οποία στη συνέχεια πωλούν με σημαντικά κέρδη στη λιανική... Το ελληνικό κρατικό χρέος, έχει αποδειχτεί κυριολεκτικά χρυσωρυχείο για τις τράπεζες και τους άλλους χρηματοδότες (θεσμικά ταμεία κλπ.). Και βεβαίως το χρέος το πληρώνει ο λαός με τους φόρους και όχι μόνο.


Με τέτοια πολιτική διαχείρισης μπορεί να γίνει κατανοητό, γιατί, ενώ επί 15 ολόκληρα χρόνια έχει τεθεί σαν στόχος η μείωση του δημόσιου χρέους, το τελευταίο παραμένει σε επίπεδα σταθερά πάνω από το 100% του παραγόμενου ΑΕΠ. Στο όνομα της μείωσης του δημόσιου χρέους, οι πολυποίκιλες κυβερνήσεις δικαιολόγησαν τις πολιτικές σκληρής λιτότητας στα λαϊκά εισοδήματα, υπονόμευσαν το δημόσιο χαρακτήρα της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης, ενώ προχώρησαν στη λήψη επώδυνων φορολογικών μέτρων, τα οποία επωμίστηκαν οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα. Παρ' όλα αυτά το δημόσιο χρέος συνέχισε να διατηρείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων που αποσπούν οι τράπεζες από το ελληνικό κράτος. Οπως μάλιστα προκύπτει από το σχετικό πίνακα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν κατά κόρο πρακτικές μετακύλησης του χρέους σε επόμενα έτη. Αντί δηλαδή να πληρώσουν π.χ. τόκους 1 τρισ. δρχ. που έληγαν το 1995, έρχονταν σε συμφωνία με τους δανειστές, κεφαλαιοποιούσαν τους τόκους με αυξημένο συνήθως επιτόκιο και το νέο χρέος συμφωνείται να καταβληθεί τα επόμενα 4 - 5 χρόνια. Ετσι, ενώ οι τόκοι μένουν γενικά σταθεροί όλη την περίοδο 1996 - 2003, τα χρεολύσια μετά το 2000 αυξάνουν, ενώ το 2002 και 2003 απογειώνονται σε επίπεδα υψηλότερα των 20 δισ. ευρώ το έτος.

Δεν είναι τυχαίο ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας άρχισε να αυξάνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, από την είσοδο δηλαδή της χώρας στην τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ. Πρόκειται για ασφαλή δείκτη των ανισότιμων οικονομικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών του ανεπτυγμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού και του «επαρχιώτικου» ελληνικού κεφαλαίου. Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν ότι η μεγάλη αγορά των 300 εκατ. κατοίκων αποδείχτηκε πολύ «στενή» για τα ελληνικά εμπορεύματα. Η μικρή όμως ελληνική αγορά έχει κατακλυστεί από τα εμπορεύματα των ευρωπαϊκών κυρίως πολυεθνικών, οι οποίες σταδιακά κυριαρχούν στη μάχη του ραφιού. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σήμερα, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, έχουν επιβάλει όρους, όχι μόνο να ξεπουληθεί η δημόσια περιουσία στα αρπακτικά και τους αεριτζήδες που καραδοκούν, αλλά τα χρήματα των εγκληματικων εκποιήσεων να κατευθυνθούν στη μείωση του δημόσιου χρέους. Ξεπουλιούνται δηλαδή ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, τα Ελληνικά Πετρέλαια, η ΕΥΔΑΠ, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η Εθνική, ο συσσωρευμένος πλούτος της χώρας το τελευταίο μισό αιώνα, και η έγνοια τους είναι με τα χρήματα αυτά να πληρωθούν οι τραπεζίτες, οι οποίοι μέχρι σήμερα τα έχουν πάρει διπλά και τριπλά.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ