Κυριακή 2 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Ευτυχία της Κατοχής

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Σαν σήμερα, στις 12 Οκτώβρη 1944 - δεν το ξεχνά - απελευθερώθηκε η Αθήνα από τα χιτλερικά κτήνη. Πέρασαν, κοντά εξήντα χρόνια από τότε που ήταν νια και γέρασε. Ο χρόνος με το αόρατο νυστέρι του, προκάλεσε ανεπανόρθωτες βλάβες, τόσο στο πρόσωπο, όσο και στο κορμί της γιαγιάς Ευτυχίας, που καθισμένη στο παράθυρο του ισογείου διαμερίσματος, δεν καλοβλέπει την κίνηση του δρόμου. Ούτε και ενοχλείται σοβαρά, λόγω βαρηκοΐας, από την αντάρα των τροχοφόρων, που καθιστούν την πρωτεύουσα απάνθρωπη πολιτεία.

Στο μέτωπό της πέτρωσαν θαρρείς οι κυματοειδείς ραγάδες που πρωτοπαρουσιάστηκαν πολύ πρώιμα, αρκετές δεκαετίες πίσω, εξαιτίας των άθλιων συνθηκών επιβίωσης.

Τα ροδοκόκκινα μήλα του προσώπου της μαράζωσαν και το κορμί της όταν σηκώνεται από την καρέκλα, με δυσκολία το μετακινούν τα πονεμένα πόδια της. Μόνο το μυαλό της άφησε ανέπαφο ο πανδαμάτωρ χρόνος, όλα τα άλλα όργανα υπολειτουργούν και για να φέρουν εις πέρας το έργο που τους ανέθεσε η μάνα φύση, χρειάζονται τη βοήθεια της επιστήμης, γι' αυτό και η μεγάλη ποικιλία φαρμακευτικών σκευασμάτων σχηματίζει μικρογραφία... δίπατης κατοικίας στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι, όπου αναγκάζεται αυτή η αεικίνητη γυναίκα να μένει για να μαλακώνουν οι πόνοι της.

Ωστόσο, κάτι που άφησαν ανέπαφο οι φουρτούνες που πέρασε από την εφηβική της ηλικία ως τα γηρατειά, είναι το ανοιχτόκαρδο χαμόγελό της. Αυτό δεν την εγκατέλειψε ποτέ και μάλιστα σε αυτό αποδίδει το γεγονός ότι γλίτωσε από το τουφέκι. Αυτό ημέρεψε ακόμη και την αγριάδα του στρατοδίκη...

Αυτά κάθεται και σκέπτεται και είναι τόσα πολλά εκείνα που συνάντησε στο διάβα της δύσβατης ζωής, που αν είχε τη δυνατότητα να τα καταγράψει, θα γέμιζε έναν τόμο τεράστιο σαν σκαλοπάτι. Αλλωστε γιατί να το έκανε αυτό; Ποιος θα ασχολούνταν με το βίο μιας «παραστρατημένης» μαθήτριας, που είχε την αποκοτιά να βγει στο δρόμο και να παίξει τη ζωή της με το θάνατο, όταν οι «φρόνιμοι» κρύβονταν και κάποιοι άλλοι συνεργάζονταν, κρυφά ή φανερά, με τον κατακτητή;

Προπολεμικά ζούσε ανέμελα, όπως τα περισσότερα παιδιά, αγαπούσε το παιχνίδια και το σχολείο, που ήταν δίπλα στους στρατώνες, και διασκέδαζε με τους νεοσύλλεκτους, που αποκαλούσαν οι παλαιότεροι «Γιαννάκια», όταν κάποιοι από αυτούς εκτός από τις γκάφες που έκαναν δεν ξεχώριζαν το δεξί από το αριστερό πόδι, εξαναγκάζοντας τους βαθμοφόρους να βροντοφωνάζουν: «σκόρδο το αριστερό, κρεμμύδι το δεξί»!

Η δικτατορία του Μεταξά τη βρήκε στην πρώτη Γυμνασίου, όπου μπήκε με εξετάσεις και πρώτευσε και ένιωθε χαρά και υπερηφάνεια που πέτυχε σε ανώτερο σχολειό. Την έγραψαν υποχρεωτικά στην ΕΟΝ και είχε την «τύχη» - ήταν και ομορφούλα - να της χαϊδέψει δύο φορές τα μαλλιά από κοντά ο κοντόχοντρος δικτάτορας σε ισάριθμες συγκεντρώσεις στο Στάδιο και το Πεδίον του Αρεως όπου εκφώνησε πύρινους «πατριωτικούς» λόγους και εισέπραττε χειροκροτήματα και φωνές, όπως Πατεέρα, Πατεέρα, καθ' υπόδειξη των ανωτέρων της φασιστικής οργάνωσης νεολαίας. Δεν ήταν ευχαριστημένη από αυτές τις γιορτές, αλλά δεν μπορούσε να τις αποφύγει, η άρνησή της θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον πατέρα της, που θα είχε να κάνει με την Ασφάλεια, θα τον αποκαλούσαν κομμουνιστή και ουαί και αλίμονο σε όσους συνελάμβαναν με αυτήν την κατηγορία, όπως τον κυρ Μανόλη το γείτονα. Τον πότισαν ρετσινόλαδο και μετά τον κάθισαν σε μια κολόνα πάγου. Αλλους τους έστελναν καταχείμωνο σε ξερονήσια, καθώς και στην Ακροναυπλία.

Ξαφνικά, ένα νοτισμένο πρωινό του Οκτώβρη, η σειρήνα που είχε τοποθετηθεί πρόσφατα στο γειτονικό φούρνο ούρλιαξε γοερά, όπως τα σκυλιά όταν προμηνύεται σεισμός, σκεπάζοντας τον απόηχο άλλων σειρήνων που διαλαλούσαν στα πέρατα το τρομερό συμβάν της αναίτιας εισβολής των Ιταλών από την Αλβανία στο πάτριον έδαφος. Ο ηρωισμός και η αυταπάρνηση των Ελλήνων για τη διαφύλαξη των ιερών και οσίων της φυλής δεν άργησε να φανεί κατατροπώνοντας τον εχθρό στα βουνά της Αλβανίας.

Εκτός από τις θυσίες και τις αναπηρίες των πολεμιστών θυμάται και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς που στόχευαν θαρρείς τον άμαχο πληθυσμό. Μετά ήρθαν τα χειρότερα: η χιτλερική θηριωδία, η πείνα και η εξαθλίωση του λαού, κυρίως τα δύο πρώτα χρόνια της γερμανικής κατοχής, και δεν ξεχνά την ένταξή της στην ΕΠΟΝ και την αντιστασιακή δράση της ενάντια στον κατακτητή. Με το χωνί στο στόμα το Ευτυχάκι, έτσι τη φώναζαν οι συναγωνιστές της, γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά όλη τη συνοικία και καλούσε τον κόσμο σε ξεσηκωμό για να 'ρθει συντομότερα η πολυπόθητη μέρα του λυτρωμού. Κι όταν κάποτε ξημέρωσε η δωδέκατη Οκτώβρη 1944 και ξεκουμπίστηκαν οι ξένοι από την Αθήνα, ένιωσε ότι κύλησε ο βράχος από τα στήθια της που την πίεζε θανάσιμα ατελείωτες μέρες. Με πρωτόγνωρη χαρά συμμετείχε σε συγκεντρώσεις παραληρούντων ανθρώπων που γιόρταζαν ξέφρενα τη λευτεριά και πίστεψε ότι τα βάσανα τα δικά της και του λαού είχαν τελειώσει για πάντα. Τίποτα δε σκίαζε την ολόλαμπρη μέρα στα νεανικά μάτια της και ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα ξεκινούσε νέος κύκλος αίματος στο πολύ κοντινό μέλλον. Θύμα της μισαλλοδοξίας του μεταδεκεμβριανού κράτους που ακολούθησε έπεσε και η ίδια στα δεκαοκτώ της χρόνια, όταν σύρθηκε σιδεροδέσμια στο στρατοδικείο για εγκληματικές πράξεις. Αυτή που άλλο από το χωνί της Κατοχής και λούλουδα δε γνώριζε να κρατά. Η τιμωρία σύμφωνα με τις ψευδομαρτυρίες και το κλίμα της εποχής θα ήταν θανατική ποινή, αλλά χάρη στο αθώο της χαμόγελο οι στρατοδίκες αρκέστηκαν σε ισόβια...

Ολα αυτά έρχονται και ξανάρχονται στο νου, που διατηρεί ανέπαφα όλα όσα πέρασε στις φυλακές άδικα, ώσπου να βρεθεί έξω από τα σίδερα χωρίς την επίσημη βούλα του αποφυλακιστήριου, χάρη στον κατοπινό σύζυγό της, τον αξέχαστο Τάσο. Η φωτογραφία του δε λείπει από τα μάτια της, και θα 'λεγε κανείς ότι ζει για να τον μελετάει, αφού δεν μπορεί να προσφέρει πια στο Κόμμα τίποτ' άλλο, εκτός από την αμέριστη αγάπη της. Μαζί δίνανε το «παρών» σε κάθε εκδήλωση και ήταν αχώριστοι σύντροφοι. Ηταν το παλικάρι που την άρπαξε μέσα από τα χέρια των χωροφυλάκων στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν από χτυπήματα με το βούρδουλα και τη μετέφερε στο σπίτι του χωρίς καν να τη γνωρίζει. Στην παρανομία παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά με μύριους κινδύνους, ώσπου αμνηστεύτηκε και μπορούσε πια να κυκλοφορεί ελεύθερα.

Αυτά με την Ευτυχία της Κατοχής, που με το χωνί στο στόμα και τη διαπεραστική γλυκόχορδη φωνή ξεσήκωνε τη συνοικία στον αγώνα, για να ροδίσει το συντομότερο η χρυσαυγή της λευτεριάς. Ο ενθουσιασμός της, όταν με τις θυσίες των γενναίων του EAM το όνειρο έγινε πραγματικότητα, δεν περιγράφεται... Πόσο θα 'θελε πριν κλείσει τα μάτια, να γιόρταζε και τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους από την εκμετάλλευση.

Εγκλωβισμένη τώρα στο ισόγειο διαμέρισμα μπροστά στο παραθύρι, ανήμπορη για τρεχάματα και πορείες πια, θυμάται, όλο θυμάται τα όσα πέρασε χωρίς βαρυγκώμια, που τα καλύτερά της χρόνια πέρασαν στεγνά, στερημένα από χαρές.

Της φτάνει, που ήταν παρούσα στο προσκλητήριο των καιρών και πρόσφερε όσο μπορούσε για τη λευτεριά της πατρίδας και το ιδεώδες ενός καλύτερου κόσμου, σε άνισο αγώνα. Το παρατεταμένο κουδούνισμα της πόρτας έφτασε κάποτε στα βαρήκοα αυτιά της και είδε να προβάλει μπροστά της η μικρή Ευτυχούλα, που πάντοτε φροντίζει να της μένει χρόνος από τα μαθήματα για να συντροφεύει τη γιαγιά και να ακούει τις ενδιαφέρουσες ιστορίες της.

-- Ντυμένη γιορτινά σε βλέπω γιαγιούλα σήμερα, της είπε, κι εκείνη αποκρίθηκε:

-- Μα δεν το ξέρεις ότι σαν σήμερα, δώδεκα του Οκτώβρη 1944, απελευθερώθηκε η Αθήνα από τους χιτλερικούς; Αυτή η μέρα θα 'πρεπε να είναι εθνική γιορτή και να γιορτάζεται όπως το Πάσχα. Ηταν πραγματική Ανάσταση για τον ελληνικό λαό, απόσωσε η παλιά αγωνίστρια και κοιτώντας το κορίτσι στα ξάστερα μάτια, νόμιζε ότι βλέπει σε καθρέφτη τον εαυτό της όταν ήταν παιδούλα, με το μόνιμο στα χείλη χαμόγελο, που της έσωσε τη ζωή όπως πίστευαν και όσοι τη γνώριζαν. Ισως αυτό μαλάκωσε για λίγο τη σκληράδα των στρατοδικών που έστελναν στο απόσπασμα ψυχούλες, γιατί δεν απαρνιόνταν τις ιδέες τους.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ