Κυριακή 26 Οχτώβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΠΕΠΗ ΔΑΡΑΚΗ
«Πάθος για ν' αλλάξει ο κόσμος»...

Αποσπάσματα μιας ζωής σαν κινηματογραφική ταινία, με αφορμή τα γενέθλιά της

Το να μιλάς με την Πέπη Δαράκη, είναι σαν να κάνεις ένα φανταστικό ταξίδι στο παρελθόν. Από τις τελευταίες - αν όχι η τελευταία - εκπρόσωπος εκείνης της γενιάς της ελληνικής γυναικείας διανόησης, που «διέτρεξε» τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα από την «πρώτη γραμμή» του «πυρός», υπερασπιζόμενη τη γυναικεία χειραφέτηση, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, μέσα από δικτατορίες, πολέμους και ψευδεπίγραφες «δημοκρατίες», η Πέπη Δαράκη συμπληρώνει σήμερα αισίως τα 97 της χρόνια.

Με αφορμή τα γενέθλιά της, μας παραχώρησε τη σημερινή συνέντευξη από το διαμέρισμά της στην Πλάκα, στο οποίο ζει εδώ και πολλές δεκαετίες και από το σαλόνι του οποίου πέρασαν σημαντικές μορφές της προοδευτικής διανόησης, μεταξύ αυτών η Ρόζα Ιμβριώτη.

Η Πέπη Δαράκη, όμως, δεν ήταν μόνο δημοτική σύμβουλος, σε μια εποχή που μόλις είχαν αρχίσει οι γυναίκες να ψηφίζουν. Ηταν λογοτέχνιδα στον πνευματικό προοδευτικό κύκλο της προπολεμικής περιόδου της Λέσβου που έμεινε γνωστή ως «Λεσβιακή Ανοιξη», σε μια εποχή που οι γυναίκες σπάνια είχαν πρόσβαση στο βιβλίο εν γένει. Ηταν δημοσιογράφος, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν άγγιζαν καν εφημερίδα. Ηταν η αρσακειάδα που πουλούσε στις συμμαθήτριές της τη «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη, η κοπέλα που μοίραζε προκηρύξεις του ΕΑΜ, η συνεργάτιδα του «Ριζοσπάστη» για μια 20ετία, η παιδαγωγός. Είναι φυσικό πως ολόκληρη αυτή η ιστορία είναι αδύνατο να συμπεριληφθεί στο χαρακτήρα αυτής της συνέντευξης. Αλλωστε, η βιογραφία και η αυτοβιογραφία της έχει γραφτεί. Σήμερα, απλώς παρουσιάζουμε «κομμάτια» από τη ζωή της, κυρίως από την εποχή που διαμόρφωσε το χαρακτήρα και το έργο της, τα οποία μας «ξεδίπλωσε» με το πάθος και την εγρήγορση μιας πάντα νεανικής καρδιάς.

Η οικογένεια Παπαχαραλάμπους το 1900. Η Πέπη δεν έχει ακόμη γεννηθεί και ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας είναι ξενιτεμένος στην Αμερική, από τα 14 του χρόνια
Η οικογένεια Παπαχαραλάμπους το 1900. Η Πέπη δεν έχει ακόμη γεννηθεί και ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας είναι ξενιτεμένος στην Αμερική, από τα 14 του χρόνια
Γεννημένη στις 26 Οκτώβρη του 1906, στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου, η Πέπη Δαράκη (Παπαχαραλάμπους το πατρικό της) είχε την τύχη να ξεφύγει από το μέλλον που επέβαλλε η κοινωνία της εποχής στα κορίτσια της επαρχίας. Σ' αυτό συντέλεσε το οικογενειακό περιβάλλον, που, αν και καθαρά αγροτικό και θρησκευτικό - ο πατέρας της ήταν παπάς - ωστόσο, δεν ήταν συντηρητικό.

Ενας διχασμένος κόσμος

«Αν και γεννήθηκα το 1906, στην κοινότητα είμαι γραμμένη το 1910, γιατί για να πάω στην Αρσάκειο έπρεπε να είμαι 15 χρόνων. Ολα τα χαρτιά μου έχουν αυτήν την ημερομηνία. Ετσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να ξαναπαντρευτώ... Εχω τρία εγγόνια και δύο δισέγγονα», λέει γελώντας και συνεχίζει: «Από νωρίς αντιλήφθηκα ότι αυτός ο κόσμος έχει λουλούδια, ήλιο, ζάχαρη, αλλά είναι χωρισμένος σε άντρες και γυναίκες, σε πλούσιους και φτωχούς. Μεγάλωσα σε οικογένεια αγροτική, ο πατέρας μου ήταν παπάς και αγρότης, αλλά μορφωμένος. Ημουν η τελευταία από εννιά παιδιά. Τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια. Το ένα αγόρι το ξενίτεψε ο πατέρας μου στην Αμερική από 13 ετών. Του έβαλε μέσα στο χεράκι του τρεις λίρες και του είπε "άντε παιδί μου, πήγαινε να γίνεις άνθρωπος".

Επισκέφθηκε την Ελλάδα, όταν ήταν πλέον 70 χρόνων. Πήγα να τον υποδεχτώ στο αεροδρόμιο, αλλά δεν τον ήξερα. Πήρα ένα πλακάτ και έγραψα το όνομά μου. Οταν το είδε, έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά μου. Μερικά χρόνια μετά τον ξενιτεμό, ο πατέρας μου του γράφει ότι η μάνα είναι έγκυος. Εκείνος απάντησε πως αν γεννηθεί κορίτσι "να το βγάλετε Ευτέρπη, γιατί είναι η μούσα της μουσικής". Ετσι πήρα το όνομά μου. Οταν γεννήθηκα, έστελνε νανουρίσματα για μένα που έγραφε ο ίδιος. Ο πατέρας μου έλεγε "καλύτερα να έστελνε κανένα δολάριο για να πάρουμε βρακάκια στο παιδί...". Πήγε, μάλιστα, και στον διευθυντή του Σχολαρχείου να του ζητήσει να γράψει στο γιο του για να τον "συνεφέρει". Αυτός του έγραψε ότι "οι ποιητές πεθαίνουν από την πείνα" και "καλύτερα να μάθεις μια τέχνη για να γίνεις άνθρωπος"».

Η Πέπη Δαράκη στο Αρσάκειο (όρθια επάνω, σημειώνεται με βέλος)
Η Πέπη Δαράκη στο Αρσάκειο (όρθια επάνω, σημειώνεται με βέλος)
Το αγροτόσπιτο, όμως, είχε και «οντά» - το σαλόνι της εποχής - που ήταν το γραφείο του ενός αδελφού, του Κώστα. Στην ιστορία, έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Μάκιστος, από την κορφή της Λέσβου, άνθρωπος των Γραμμάτων κι αυτός, δάσκαλος το επάγγελμα, μέλος της συντροφιάς του Βενέζη και του Μυριβήλη, με τους οποίους δενόταν με μεγάλη φιλία.

«Ολη την ημέρα διάβαζε», θυμάται η Πέπη Δαράκη. «Ηταν καλός ποιητής και λογοτέχνης. Ενας τοίχος του οντά ήταν βιβλιοθήκη. Δεν τον θυμάμαι πολύ στο σπίτι μας. Ηταν συνέχεια στους πολέμους, Βαλκανικοί, Α` Παγκόσμιος και μετά Μικρά Ασία, υπασπιστής του Πλαστήρα. Στην υποχώρηση, γύρισε περπατώντας με 40 πυρετό. Αυτά όλα τα βίωσα σαν δράμα. Εβλεπα τη μάνα μου να κλαίει. Υστερα ξενιτεύτηκε και το άλλο αγόρι στην Αμερική». Από τα υπόγεια των εστιατορίων, ο μικρός Λέσβιος, που είχε μεγάλο ζωγραφικό ταλέντο, θα φτάσει να γίνει καθηγητής Καλών Τεχνών στις ΗΠΑ. Είχε προηγηθεί ο χαμός του δεύτερου αδελφού στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου κατατάχθηκε εθελοντικά. Αυτά, όμως, είναι μια άλλη ιστορία...

«Ο πατέρας μου, λοιπόν, έπαιρνε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του αδελφού μου και διάβαζε. Μια μέρα, μια αδερφή μου, που είχε βγάλει το Δημοτικό και διάβαζε και αυτή βιβλία του είδους της "Γενοβέφας", τον είδε να διαβάζει την "Πάπισσα Ιωάννα"! Ηταν ανοιχτό μυαλό, γενικά. Σε έναν τοίχο του σπιτιού μας ήταν ένας πίνακας με τον Μακρυγιάννη έξω από το παλάτι να ζητάει Σύνταγμα».

Η Πέπη Δαράκη δημοσιογράφος στον «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ»
Η Πέπη Δαράκη δημοσιογράφος στον «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ»
- Δε νιώσατε, λοιπόν, αποκομμένη από τη γνώση, όπως άλλα παιδιά της εποχής και μάλιστα κορίτσια.

- «Πολλοί γονείς δεν τα πήγαιναν τότε σχολείο τα παιδιά τους. Τα κρατούσαν σαν εργατικά χέρια. Ολα τα κορίτσια της οικογένειάς μου πήγαμε στο Δημοτικό, αλλά εγώ συνέχισα και στο Σχολαρχείο. Τις δύο τάξεις στην Αγία Παρασκευή και την τελευταία στην Αγιάσο. Η Αγιάσος με γοήτευσε. Οι γυναίκες ήταν απελευθερωμένες. Οι δικές μας γυναίκες κυκλοφορούσαν με σαλβάρια. Εκεί, φορούσαν μεν σαλβάρια, αλλά με τολμηρό ντεκολτέ, ζωγραφισμένη ελιά στο μάγουλο, κοκκινάδι στα χείλη και μανίκι πάνω από τον αγκώνα! Τα Σάββατα, στα καφενεία γινόταν το "νυφοπάζαρο". Κατέβαιναν τα παλικάρια με το γαρίφαλο στο αυτί και κάθονταν στο καφενείο. Βγαίναν και οι κοπέλες και φλερτάρανε. Οποια διάλεγε ο νέος, της πετούσε το γαρίφαλο. Αλλά έπρεπε να τον διαλέξει και η κοπέλα για να γίνει το ραντεβού. Στο χωριό μου, ο αδερφός έλεγε στην αδερφή να μην κοιτάει καν!».

Η «Ενάτη»

Μετά ήρθε η σειρά του Γυμνασίου στη Μυτιλήνη. «Ο αδερφός μου είπε στον Μυριβήλη να με προσέχει και να με παρακολουθεί στα μαθήματα. Κάθε Κυριακή έτρωγα στο σπίτι του. Αυτός μου άνοιξε το δρόμο στην πνευματική ζωή. Μου πρότεινε να διαβάζω και άλλα βιβλία εκτός από τα σχολικά. Επειδή, όμως, δεν είχαμε τα οικονομικά "κότσια" να πάω πανεπιστήμιο, οι δικοί μου με έστειλαν στην Αρσάκειο να σπουδάσω δασκάλα. Μαζί με μια κοπέλα από το χωριό μου μέναμε στον Κολωνό και για να γλιτώσουμε τη μία δραχμή του τραμ πηγαίναμε στη Σταδίου με τα πόδια».

Την ίδια περίοδο, στα μέσα της δεκαετίας του '20, ο Μυριβήλης έβγαζε μια δική του εφημερίδα στη Μυτιλήνη, τον «Ταχυδρόμο», στη δημοτική γλώσσα. «"Κοπάναγε" τους πλούσιους. Τους έλεγε "τρώνε και χέ...". Οταν κυκλοφορούσε η εφημερίδα και τη διαλαλούσε ο εφημεριδοπώλης, οι αχθοφόροι, οι ψαράδες, οι εργάτες, άφηναν τα πάντα και τρέχανε να την αγοράσουν, να τη "ρουφήξουν"». Στον «Ταχυδρόμο» της Μυτιλήνης θα δημοσιευτεί για πρώτη φορά σε συνέχειες και η «Ζωή εν Τάφω». «Οταν εκδόθηκε σε βιβλίο, ήμουν δεύτερη χρονιά στην Αρσάκειο. Μου έγραψε, ζητώντας μου να πουλήσω δέκα βιβλία στις συμμαθήτριές μου, γιατί είχε μεγάλη οικονομική ανάγκη. Τα πούλησα όλα και του ζήτησα άλλα τριάντα».

Οι διακοπές των Χριστουγέννων στο χωριό ήταν η αφορμή για το πρώτο της λογοτεχνικό κείμενο. «Εριχνε πολύ χιόνι. Βλέποντας το τοπίο, ανάβλυσε από μέσα μου μια πηγή λόγου. Εγραψα ένα κείμενο με τίτλο "Λευκές πανηγυρικές μέρες". Ο Μάκιστος το διάβασε και μου ζήτησε να το ξαναγράψω στη μια όψη του χαρτιού. Το έστειλε στον Μυριβήλη και αυτός το δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του. Μου έδειξε την εφημερίδα ο αδερφός μου και ντράπηκα». Ηταν η αρχή της δημοσιογραφικής της ενασχόλησης, η οποία συνεχίστηκε και με την πρώτη δημοσιογραφική επιτυχία. «Μια Κυριακή πήγαμε με φίλες εκδρομή στο γυναικείο Μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας. Οι φίλες μου ρωτούσαν τις καλόγριες πώς γίνεται το γλυκό τριαντάφυλλο και τα υφαντά. Εγώ απόρησα βλέποντας και νέες, όμορφες γυναίκες να είναι κλεισμένες σε εκείνους τους ψηλούς τοίχους. Ρώτησα μια γερόντισσα γιατί πήγε στο μοναστήρι. "Γιατί είμαστε πέντε κόρες και ο πατέρας μου είχε τέσσερα χωράφια. Δεν είχε για μένα προίκα να παντρευτώ. Για να τον αλαφρώσω, του είπα ότι θα γίνω καλόγρια"».

«Ετσι έμαθα πως οι λόγοι που κλείστηκαν στο μοναστήρι αυτές οι γυναίκες ήταν οικονομικοί και κοινωνικοί. Αλλη πήγε για να γλιτώσει από τον άντρα της που τη σάπιζε στο ξύλο. Μόνο μία είπε πως είδε στο όνειρό της τον "Αγιο Ιγνάτιο". Τη νύχτα, μου ήρθε να ανοίξω την πόρτα και να τους πω "φευγάτε, πηγαίντε στον ελεύθερο κόσμο. Να δουλέψετε, να παντρευτείτε, να κάνετε παιδιά, να χορέψετε, να γελάσετε". Ενιωσα αγανάκτηση. Εγραψα, λοιπόν, τις εντυπώσεις μου από το μοναστήρι. Ο αδερφός μου διάβασε τις πρώτες σελίδες και με ρώτησα αν θα μπορούσα να το γράψω στη μια μεριά του χαρτιού. Το στέλνει πάλι στον Μυριβήλη. Την άλλη μέρα, ο "Ταχυδρόμος" είχε αναγγελτικό: "Λέσβιοι, αναμένατε μια έκπληξη"! Τελικά, το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε, αλλά με αλλαγμένο τίτλο. Εγώ είχα βάλει τίτλο "Γιατί οι γυναίκες γίνονται καλογριές", αλλά ο Μυριβήλης έβαλε το σκανδαλιστικό ..."Η γυναίκα κάτω από το ράσο". Προφανώς και για να πουλήσει. Βέβαια, έγραφα με ψευδώνυμο. Ο αδερφός μου, μου έδωσε το "Ενάτη" επειδή ήμουν το ένατο παιδί. Η διανόηση της Λέσβου αναρωτιόταν ποια είναι η "Ενάτη". Κάποιος είπε πως είναι παρμένο από την ...Ενάτη του Μπετόβεν!».

«Να μάθετε να σκέφτεστε»

«Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε 15 συνέχειες, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του κόσμου, ανάλογα γράμματα προς την εφημερίδα, αλλά και την ηγουμένη του μοναστηριού, η οποία, σε έξαλλη κατάσταση, απείλησε με μηνύσεις προς τη συντάκτρια και τον Μυριβήλη, για "συκοφαντική δυσφήμιση"! Ο Μυριβήλης τρελάθηκε από τη χαρά του. "Μακάρι να γίνει η μήνυση" έλεγε, λόγω της ακόμη μεγαλύτερης δημοσιότητας», θυμάται χαμογελαστή η Πέπη. Ο δεσπότης, λάτρης της λογοτεχνίας και φίλος του Μάκιστου, μεσολάβησε και η μήνυση δεν κατατέθηκε ποτέ.

Το δίπλωμα ήρθε το 1928 και αμέσως «έκανα αίτηση στο υπουργείο Παιδείας για να διοριστώ δασκάλα στο νησί μου. Δεν ήρθε η έγκριση ακόμα...». Οι θύμησες ξεδιπλώνονται στην Κατοχή, στη σύνδεσή της με το ΕΑΜ και το νυχτερινό μοίρασμα των προκηρύξεων κάτω από τις πόρτες, τα συνωμοτικά «πάρτι» και τις διαδηλώσεις κατά της επιστράτευσης. Ακολουθεί η εκλογή της στο Δήμο Αθηναίων: «Δέκα σύμβουλοι βγήκαν από την ΕΔΑ. Εγώ βγήκα από τους "Φιλελεύθερους". Στην πρώτη συνεδρίαση του ΔΣ, είπα στον πρόεδρο ότι η θέση μου είναι απέναντι. Πήγα και κάθισα με τους συμβούλους της ΕΔΑ. Αν έκανα κάτι καλό στο δήμο, το χρωστώ στην Ρόζα Ιμβριώτη και στον Κώστα Σωτηρίου».

Συντάκτρια σε εφημερίδες και περιοδικά, δυο χρόνια στην ΕΙΡ με μια εκπομπή για τις γυναίκες της επαρχίας και, τέλος, η συνεργασία της με τον «Ρ» και η πρώτη της δημοσιογραφική αποστολή στην ΕΣΣΔ, το 1978, με αφορμή την επέτειο της Επανάστασης. «Αυτό που είδα με γοήτευσε», μας λέει.

- Το έργο σας δείχνει ένα μεγάλος πάθος για ζωή.

- «Πάθος να αλλάξει ο κόσμος. Αυτός ο άδικος κόσμος, που, από τότε που ήμουν παιδάκι, τώρα έχει γίνει τρισχειρότερος. Με την ανηθικότητα, την κερδοσκοπία, τη λύσσα για λεφτά».

- Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο σήμερα;

- «Να γραφτεί στην ΚΝΕ. Γιατί εκεί θα μάθει πράγματα που δεν ξέρει. Θα τον βοηθήσουν να σκέφτεται».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ