Οι προτάσεις για την απασχόληση και την κοινωνική ασφάλιση στη Σύνοδο Κορυφής που άρχισε σήμερα
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (Του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).-
Το διήμερο «έκτακτο» Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, συνέρχεται για να γιορτάσει την επέτειο των περσινών ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Σερβίας, δίνοντας το «πράσινο φως» στη στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) υπό «εποπτεία» των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, αλλά, κυρίως, για να «συντονίσει» την ταξική επίθεση του κεφαλαίου κατά της μισθωτής εργασίας, με ριζική ανατροπή της «κοινωνικής πολιτικής» (μισθοί, εργασία, οικογένεια, παιδεία, γηρατειά), ενόψει του «ενιαίου και αποκλειστικού» ΕΥΡΩ-νομίσματος της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, από την 1/1/2002.
Πρόκειται για μια κατεξοχήν αντεργατική Σύνοδο Κορυφής, η οποία θα εγκρίνει προμελετημένα σχέδια «προσαρμογής της ευρωπαϊκής κοινωνίας », που, όπως ομολόγησε δημόσια ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, θα αφορούν «στις εξελίξεις σε θέματα μισθών, ασφάλισης και εργασιακών δικαιωμάτων». Είναι αυτό που η Κομισιόν, στη δικιά της γλώσσα, χαρακτηρίζει ως «η νέα οικονομία που αναδύεται» και, όπου, «οι τεχνολογικές εξελίξεις, η εκπαίδευση και η κοινωνική συνοχή αναγνωρίζονται ως τα θεμελιώδη στοιχεία για την επίτευξη Οικονομικής αποτελεσματικότητα» (εισήγηση προς τη Λισαβόνα, «κοινωνικές τάσεις: προοπτικές και προκλήσεις», 1/3/2000).
Στην προεκλογική Ελλάδα, που ετοιμάζεται να ενταχθεί στην ΟΝΕ προσπαθώντας να μπαλώσει τα κοινωνικά συντρίμμια που άφησε η δεκάχρονη υλοποίηση των επιταγών του Μάαστριχτ, στην οποία οι κυβερνώντες παραποιούν ασύστολα ακόμα και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Κομισιόν (EUROSTAT) ή τις γραπτές «δεσμεύσεις» του Συμβουλίου ΕΚΟΦΙΝ για το «πρόγραμμα σύγκλισης» (2000 - 2002), η καρικατούρα κυβερνητικής προπαγάνδας προσπάθησε να επιβάλει σιωπή για τη Σύνοδο της Λισαβόνας. Από κοντά και η Μααστριχτική «αντιπολίτευση» - όλοι πλην ΚΚΕ - που δήθεν διαμαρτύρεται για έλλειψη «κοινωνικής ευαισθησίας» στην πλήρωση των «κριτηρίων» που οι ίδιοι υπερψήφισαν, λες και οι σκληρές οικονομικές απαιτήσεις της ΟΝΕ αφορούν την «καλή» διαχείριση και όχι την «κακή» εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Και όταν η Κομισιόν από τις Βρυξέλλες αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση έχει προσυμφωνήσει για «ριζική μεταρρύθμιση, εντός του 2000, του ασφαλιστικού καθεστώτος, των εργασιακών σχέσεων και του φορολογικού», και η εφημερίδα «Το Βήμα» (19/3/2000) επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση Σημίτη έχει ήδη δώσει εντολή για «πρόσληψη ξένου συμβούλου», ο οποίος «εντός έξι μηνών» θα παραδώσει «μελέτη βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα», που θα εφαρμοστεί από τη μετεκλογική κυβέρνηση, ε, τότε όλοι οι υπόλογοι σφυρίζουν αδιάφορα. Ψηφίστε τώρα που γυρίζει (...).
Για τις ευρωπαϊκές «μεγάλες δυνάμεις», όμως, η «νέα οικονομία» και η «προσαρμογή» των εργαζομένων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να αφεθεί σε προεκλογικά τερτίπια. Ενόψει Λισαβόνας, η Κομισιόν παρουσίασε σωρεία «προγραμματικών» προτάσεων, η πορτογαλική προεδρία κατέθεσε «κείμενο» αναφοράς, ενώ τα κράτη - μέλη στοιχήθηκαν πίσω από δύο πλατφόρμες που προωθούν τους ίδιους «στρατηγικούς στόχους», αλλά με διαφορετική προσέγγιση.
Η συμμαχία Βρετανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, όπως εκφράστηκε μέσα από την περιβόητη «κοινή επιστολή» Μπλερ / Ντ' Αλέμα του περασμένου Σαββάτου και το «επαναστατικό» τριφασικό ισπανικό «σχέδιο», απαιτεί «ριζική ανατροπή» της λεγόμενης «ευρωπαϊκής κοινωνικής προστασίας», που θα συνοδεύσει την πλήρη απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και μεταφορών και μια «ριζική εκπαιδευτική αναθεώρηση», σύμφωνα με τις ανάγκες της «νέας οικονομίας», και ει δυνατόν, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Διαφορετική εκτίμηση υπάρχει στο Παρίσι και το Βερολίνο, που αρνούνται οποιαδήποτε παραχώρηση «εθνικών» αρμοδιοτήτων στην ΕΕ για άσκηση «κοινής κοινωνικής πολιτικής», επιμένουν στα μοντέλα «35ωρης εργασίας» και το ρόλο των καθεστωτικών συνδικάτων και φαίνεται να προτιμούν σταδιακή «απορύθμιση» και βαθμιαίες αλλαγές του «κράτους πρόνοιας». Πρόκειται, βέβαια για διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο και όχι ως προς την επίτευξη του «στόχου» που οφείλονται τόσο σε ιστορικές παραδόσεις της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα ξεχωριστά, όσο και σε γεω-οικονομικούς υπολογισμούς, κυρίως από βρετανικής πλευράς που βρίσκεται «εκτός» της «ζώνης ΕΥΡΩ». Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο νεότευκτος βρετανοϊταλικός «άξονας» στα «κοινωνικά», δεν είχε ανάλογη αποτελεσματικότητα και στα στρατιωτικά, όπου Βρετανία και Γαλλία, οι μόνες δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις, προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με ξεχωριστή, διμερή πλατφόρμα.
Η Γερμανία από την πλευρά της, φαίνεται ότι επιμένει σε «ποσοτικά και όχι ποιοτικά κριτήρια», όπως και με την ΟΝΕ, ενώ ο γερμανικός Τύπος φέρει τον καγκελάριο Γκ. Σρέντερ, να προτείνει στη Λισαβόνα «υποχρεωτικούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης κάθε κράτους - μέλους πάνω από 3% του ΑΕΠ» για την αντιμετώπιση των «κοινωνικών προβλημάτων».