Εκδήλωση - συζήτηση της «Δημοκρατικής Συσπείρωσης για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη»
Εκεί που πραγματικά χρειάζονται και έχουν καθοριστική σημασία τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι οι χώροι εργασίας. Ωστόσο, εκεί ακριβώς, στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, τα δημοκρατικά δικαιώματα γνώρισαν και γνωρίζουν τους μεγαλύτερους περιορισμούς ή συχνότερα δεν έχουν καμία εφαρμογή. Γι' αυτό και ο κόσμος της εργασίας πρέπει να οχυρωθεί κυρίως με πολιτικά μέσα, αλλά και τα όποια νομικά, για να αποκρούσει την επίθεση που δέχεται απ' το μεγάλο κεφάλαιο.
Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε κατά τη χτεσινή εκδήλωση - συζήτηση της «Δημοκρατικής Συσπείρωσης για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη», σχετικά με τα προβλήματα που προκύπτουν απ' τα διαρκή πλήγματα στις ελευθερίες και τα δικαιώματα στους χώρους εργασίας. Οι συνδικαλιστές, οι δικηγόροι, αλλά και μέλη της νεολαίας που παραβρέθηκαν, κατέθεσαν την πλούσια εμπειρία τους και κατέληξαν ότι, πέρα από την ανταλλαγή εμπειρίας, χρειάζεται ο καλύτερος συντονισμός, προκειμένου, με άξονα, τόσο τα συνδικάτα, όσο και τη «Δημοκρατική Συσπείρωση» να ασκηθεί πολιτική πίεση, αλλά και με νομική στήριξη να παταχτεί αυτού του είδους η τρομοκρατία.
Το μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της «Δημοκρατικής Συσπείρωσης» δόκτορας Κοινωνιολογίας του Δικαίου Δημήτρης Καλτσώνης, στην εισήγησή του, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, όπου δεν αναγράφεται καν το δικαίωμα στην απεργία. Αντίθετα, υπάρχει για πρώτη φορά νομική κατοχύρωση του δικαιώματος στην «επιχειρηματική δράση». Πρόσθεσε ότι η σημερινή συνταγματική και νομοθετική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής δράσης, της απεργίας και των άλλων δημοκρατικών δικαιωμάτων στο χώρο εργασίας, συνοδεύεται από πλήθος περιορισμών που είναι αποτυπωμένοι στο Σύνταγμα, αλλά και στο σχετικό νόμο 1264/82. Υπογράμμισε ότι απολύσεις για συνδικαλιστική και πολιτική δράση είναι στην ημερήσια διάταξη. Οτι συνδικαλιστικά στελέχη απολύονται με διάφορες δικαιολογίες, που επιτρέπουν στον εργοδότη να παρακάμψει το διάτρητο θεσμικό πλαίσιο. Οτι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία, στην πράξη, υπονομεύεται συστηματικά και σχεδόν όλες οι δικαστικές αποφάσεις, που κλήθηκαν να κρίνουν μια απεργία κατόπιν αίτησης της εργοδοσίας, την έκριναν παράνομη και καταχρηστική.
Ο ίδιος στηλίτευσε τη βιντεοσκόπηση των εργαζομένων κατά την εργασία τους, σημειώνοντας ότι πρόκειται για πρακτική αμφίβολης νομιμότητας, με στόχο τον εκφοβισμό και έλεγχό τους για την εντατικοποίηση της εργασίας. Κατέληξε ότι όλοι οι εργαζόμενοι, οι συνδικαλιστικοί τους φορείς, οι επιστήμονες, ειδικά οι νομικοί, καθένας που αγωνιά για τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού οφείλουν να αγωνιστούν σκληρά για την ανεμπόδιστη συνδικαλιστική και πολιτική δράση, την προστασία της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του εργαζομένου, όσο αυτό είναι δυνατό στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Συμπλήρωσε ότι έτσι θα αναδειχτεί και η ανάγκη μιας άλλης ποιότητας δημοκρατίας, που θα θέτει στον πυρήνα της τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις ανάγκες του, και όχι τη διατήρηση της εξουσίας μιας οικονομικής ολιγαρχίας.
Χαρακτηριστική ήταν και η τοποθέτηση του Δήμου Θεοδώρου (πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Κλωστοϋφαντουργίας - Ιματισμού - Δέρματος Ελλάδας), ο οποίος χαρακτήρισε τρομοκρατική επίθεση, από την πολιτική της κυβέρνησης και του μεγάλου κεφαλαίου, την αφαίρεση δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες αιώνων. Αναφερόμενος, δε, στις αποφάσεις της αστικής Δικαιοσύνης, παρέθεσε ενδεικτικά περιπτώσεις, όπου οι δικαστές, στην κυριολεξία, αντέγραψαν αιτήματα των δικηγόρων της εκάστοτε εργοδοσίας, και τα παρουσίασαν σαν δικές τους αποφάσεις, κηρύσσοντας απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.