Και «χωρίς πόλεμο» διαβλέπουν υψηλότερο πληθωρισμό, στάσιμη απασχόληση, διεύρυνση των εμπορικών ελλειμμάτων, χαμηλότερο ρυθμό στο ΑΕΠ
Αξιέπαινη προσπάθεια να καθαγιάσει τόσο την πολιτική της κυβέρνησης όσο και του τραπεζικού κεφαλαίου - σε βάρος των δανειοληπτών - κατέβαλε χτες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Ν. Γκαργκάνας, με δηλώσεις που έκανε κατά την παρουσίαση της ενδιάμεσης έκθεσης για τη «νομισματική πολιτική», την οποία είχε παραδώσει νωρίτερα στον πρόεδρο της Βουλής, Απ. Κακλαμάνη, και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Περισσότερο από εμφανής ήταν η προσπάθειά του να μην καλλιεργηθούν στους καταναλωτές «πληθωριστικές προσδοκίες», που - σύμφωνα με τον ίδιο - στο «βαθμό που εδραιωθούν δεν αποκλείεται τελικά να αυτοεπαληθευτούν»... Σε μια προσπάθεια ψευτο-εκλαΐκευσης και ωραιοποίησης της εφαρμοζόμενης πολιτικής ...ξόρκισε το κακό με φράσεις όπως ...«έρχεται η άνοιξη» (κατά συνέπεια θα πέσουν οι τιμές στα οπωροκηπευτικά), από το «φθινόπωρο η ανάκαμψη θα συνεχιστεί», «θα έχουμε απότομη μείωση της τιμής του πετρελαίου» και «το ευρώ θα συνεχίσει να ενισχύεται».
Ο Ν. Γκαργκάνας τα βρήκε «όλα καλά» και σε ό,τι αφορά στο δανεισμό των νοικοκυριών από τις τράπεζες: Και οι μεν και οι δε είναι «συνετοί». Σε ερώτηση για τα επιτόκια των δανείων (με αφορμή και την πρόσφατη αύξηση) «ξέχασε» τις συστάσεις για «συγκράτηση τιμολογίων και μισθών». Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο διοικητής αφού ομολόγησε το καθεστώς ασυδοσίας των τραπεζών, λέγοντας πως οι τράπεζες «είναι ελεύθερες να διαμορφώνουν τα επιτόκιά τους», για τους μισθούς υποστήριξε πως δεν μπορούν να αυξάνουν περισσότερο από την «παραγωγικότητα» (την προσδιόρισε σε 2,5%-3,5%). Διαπίστωσε και «δυσκαμψία στην αγορά εργασίας» και αποφάνθηκε ότι η «μερική απασχόληση είναι σημαντικό μέτρο που αποσκοπεί σε πιο ευέλικτη αγορά». Δεν παρέλειψε τις αναφορές στην «απελευθέρωση των επαγγελμάτων» και των «αγορών», με ιδιαίτερη μνεία στα ...μονοπώλια του δημοσίου.
Στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας για το 2003 προσδιορίζονται ως εξής:
Το γεγονός ότι τα εργαζόμενα νοικοκυριά της χώρας «τα φέρνουν βόλτα» με δανεικά από τις τράπεζες, συντηρώντας έτσι το επίπεδο της κατανάλωσης, προκύπτει και από την έρευνα της ICAP που προσαρτήθηκε στην έκθεση της ΤτΕ. Από τα συγκεντρωτικά στοιχεία του δείγματος για το σύνολο της χώρας προκύπτει ότι τουλάχιστον 1 στα 2 νοικοκυριά (50,2%) έχει πάρει τουλάχιστον ένα δάνειο. Το ποσοστό αυτό με στάθμιση του δείγματος φτάνει σε 51,8%. Το ποσοστό αυτό για την ηγεσία της ΤτΕ θεωρείται χαμηλό και, μάλιστα, ετοιμάζονται να καταργήσουν το πλαφόν που ισχύει σήμερα για τα καταναλωτικά δάνεια. Κατά μέσο όρο, το κάθε νοικοκυριό χρωστάει 16.143 ευρώ (περίπου 5,5 εκατ. δραχμές) και το 2001 τα δάνεια σε καθυστέρηση αντιπροσώπευαν το 7% των συνολικών δανείων.