Τρίτη 11 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΡΕΝΤΕΡ - ΣΙΡΑΚ - ΜΠΛΕΡ
Μανιφέστο των πολυεθνικών για τα εργασιακά

Μανιφέστο των ευρωπαϊκών πολυεθνικών, των απαιτήσεών τους και των μακροπρόθεσμων σχεδίων τους αποτελεί η επιστολή Σρέντερ-Σιράκ-Μπλερ προς τον προεδρεύοντα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Κ. Σημίτη, που δημοσίευσε το «Βήμα της Κυριακής». Στο ίδιο φύλλο, οι συνεντεύξεις του γενικού γραμματέα των ευρωπαίων βιομηχάνων, Φιλίπ Ντε Μπουίκ, και του γγ της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), Εμίλιο Καμπάλιο, ολοκληρώνουν το παζλ των αντιδραστικών και αντεργατικών στόχων, που προωθούν οι κοινωνικοί εταίροι.

Η απόλυτη ομοφωνία των τριών ηγετών των πιο ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, για την προώθηση της «ανταγωνιστικότητας» σε βάρος των εργατικών δικαιωμάτων, αλλά και η συνακόλουθη δέσμευση των εκπροσώπων της εργοδοσίας μαζί και της εργατικής γραφειοκρατίας των Βρυξελλών στη στρατηγική της Λισαβόνας, καταρρίπτουν τους μύθους περί «νεοφιλελεύθερης» και «σοσιαλδημοκρατικής» αντιπαράθεσης στη διαδικασία της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται ότι η ηγεσία των πολυεθνικών της Ευρώπης πάει χέρι χέρι με την ηγετική ομάδα της ΣΕΣ, την πολιτική της οποίας με ζήλο και στον τόπο μας προωθούν οι γνωστές πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Με την επιστολή τους οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας ζητούν να προωθηθούν στην εαρινή Σύνοδο Κορυφής νέα μέτρα στήριξης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Ο τρόπος μάλιστα που διατυπώνονται τα «καθήκοντα» που έχει χρεωθεί η Ελληνική Προεδρία δεν αφήνει περιθώρια να παρερμηνευτεί ο χαρακτήρας των μέτρων: «Οταν παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις - σημειώνουν οι ηγέτες των τριών κρατών - θα πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα πρέπει να διατηρήσει τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαστήριο ρυθμιστικών πειραματισμών, οι οποίοι αυξάνουν το κόστος ή το βάρος στην εργοδοσία».

Στα πλαίσια αυτά, απαιτείται η «κατάργηση φραγμών», μέσα από την «ταχύτερη απλούστευση και μείωση των βαρών που φέρουν οι επιχειρήσεις», τις οποίες, μάλιστα, «η Επιτροπή προτού υιοθετήσει προγράμματα, θα πρέπει να συμβουλεύεται σοβαρά...». Αντίστοιχα για τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών, «θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της βιομηχανίας και σε όλα τα προγράμματα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας». Στα παραπάνω προστίθεται η απελευθέρωση των αγορών, ιδιαίτερα της ενέργειας και των αερομεταφορών αλλά και η αξιοποίηση της βιοτεχνολογίας.

Αποκωδικοποιώντας την πολιτική γραμμή των τριών ηγετών, ο γγ των Ευρωπαϊκών Βιομηχανιών και Εργοδοτών (UNICE), Φιλίπ Ντε Μπουίκ, υπογραμμίζει ότι «η ανταγωνιστικότητα είναι θέμα-κλειδί για την Ευρώπη». Εξηγώντας τι ακριβώς εννοεί με τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, ο εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής εργοδοσίας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην αγορά εργασίας, που «πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να βρίσκουν πιο εύκολα εργασία και οι εργοδότες να μπορούν να προσλαμβάνουν και με βραχυπρόθεσμες προοπτικές...». Μάλιστα, προκλητικά, χρεώνει την ανεργία, όχι στο άθλιο εκμεταλλευτικό σύστημα που εκπροσωπεί, αλλά στους ίδιους τους εργαζόμενους που διεκδικούν καλύτερους όρους εργασίας και αμοιβής. «Το κόστος της εργασίας - σημειώνει - είναι πολύ υψηλό. Για όσο διάστημα, οι "επιπλέον χρεώσεις", όπως οι εισφορές Κοινωνικής Ασφάλισης, παραμένουν στα σημερινά επίπεδα και όσο τα σωματεία ζητούν αυξήσεις των μισθών χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας στην Ευρώπη, η ανεργία θα συνεχίσει να αποτελεί πρόβλημα».

Την αφοσίωσή του στη στρατηγική της Λισαβόνας επιβεβαιώνει όμως και ο γγ της ΣΕΣ, Εμίλιο Καμπάλιο, ο οποίος ξεκαθαρίζει: «Οι στόχοι της Λισαβόνας δεν αλλάζουν...». Ερωτηθείς για την ευελιξία, με τη στόφα του δήθεν ρεαλιστή, θα επιχειρηματολογήσει υπέρ των ανατροπών στις εργασιακές σχέσεις σημειώνοντας: «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Η αγορά εργασίας αλλάζει συνεχώς, μαζί με την οικονομία και τους νέους τομείς που εμφανίζονται. Συνεπώς αλλάζει και η φύση της εργασίας. Δεν είμαστε αντίθετοι με την αλλαγή, αλλά πιστεύουμε ότι απαιτείται διαχείριση και διακυβέρνηση της αλλαγής». Η ΣΕΣ, λοιπόν, δεν είναι αντίθετη στις ανατροπές των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά ως γνήσιος εκπρόσωπος των εργοδοτικών συμφερόντων μέσα στο εργατικό κίνημα έχει αναλάβει - όπως ο Καμπάλιο ομολογεί - να «διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εργοδότες για την επίτευξη μιας συλλογικής συμφωνίας, ώστε να ρυθμιστεί η μερική απασχόληση ή η τηλε-εργασία». Αν όλα αυτά σας θυμίζουν και ΓΣΕΕ, μην απορείτε, από το ίδιο νερό πίνει όλη η εργοδοτική γραφειοκρατία, εγχώρια και ευρωπαϊκή.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ