Το ΤΕΕ/ΤΚΜ ζητάει από τη Νομαρχία να διερευνήσει συνολικά το θέμα με κριτήρια τόσο τα ενεργειακά και περιβαλλοντικά αντισταθμιστικά οφέλη όσο και την κοινωνική αποδοχή και να ελέγξει διεξοδικά, μέσω του επιστημονικού της δυναμικού, την προκαλούμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση από τη νέα αυτή δραστηριότητα. Ηδη το ΤΕΕ/ΤΚΜ, από τη διαδικασία της προέγκρισης χωροθέτησης, έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις του με έγγραφο προς τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης, το οποίο κοινοποίησε και στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Επίσης συγκρότησε ομάδα εργασίας ειδικών επιστημόνων οι οποίοι διερεύνησαν τα επιμέρους θέματα της ΜΠΕ και αξιολόγησαν τα ευρύτερα θέματα που αφορούν στην εγκατάσταση.
Οπως επισημαίνει, «η χωροθέτηση του έργου στο βιομηχανικό συγκρότημα των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη δεν υπακούει σε έναν ευρύτερο ενεργειακό σχεδιασμό, ούτε επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση των αναπτυξιακών αναγκών της χώρας». Μάλιστα καταγγέλλει την απουσία ενεργειακού, αλλά και περιβαλλοντικού σχεδιασμού, αφού όπως αναφέρει, αυτό αποδεικνύεται από την «έλλειψη πρόβλεψης για εξυπηρέτηση των θερμικών αναγκών γειτονικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων ή αστικών πληθυσμών».
Επίσης το ΤΕΕ/ΤΚΜ σημειώνει, ότι η χωροθέτηση της δραστηριότητας στο οικόπεδο των ΕΛΠΕ στα Διαβατά, εμφανίζεται ως de facto επιλογή. Για τον επενδυτή είναι λογικό να χρησιμοποιεί ως μοναδικό κριτήριο την ελαχιστοποίηση του κόστους, αφού δίπλα περνά ο αγωγός φυσικού αερίου. Ομως, τονίζει, «οι κρατικοί μηχανισμοί ελέγχου όφειλαν να λάβουν υπόψη τους και την άμεση γειτνίαση με το αστικό περιβάλλον, την κατασκευή νέων οδικών αξόνων, το ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο, καθώς και έναν ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό, εάν υφίσταται». Και καταγγέλλει πως 17 χρόνια μετά την ψήφιση του Νόμου του Ρυθμιστικού δεν υπάρχει πολιτική χρήσεων γης, ούτε προστασίας του περιβάλλοντος.
Και σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική επιβάρυνση σημειώνει: «Το έργο αποτελεί μια πρόσθετη μεγάλη σημειακή πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης (αερίων ρύπων, θερμότητας) για την ευρύτερη περιοχή Θεσσαλονίκης, αλλά κυρίως για το συγκεκριμένο χώρο. Η διατύπωση ότι είναι ελάχιστη η προξενούμενη ρύπανση, αφενός δε σημαίνει ότι δεν αυξάνει τη συνολική επιβάρυνση στην περιοχή, αφετέρου δε δίνει εξηγήσεις για το πώς θα μειωθούν οι αέριοι ρύποι σύμφωνα με τα όρια που προσδιορίζονται για τα επόμενα χρόνια, 2005 - 2010, από την Ευρωπαϊκή Ενωση».
Τέλος σχετικά με την επιβάρυνση του Θερμαϊκού κόλπου από τη διάθεση των θερμών νερών, μετά την ψύξη της μονάδας παραγωγής, στον όρμο της Θεσσαλονίκης, αναφέρει ότι «από την αξιολόγηση των σχετικών στοιχείων της ΜΠΕ, θεωρείται βέβαια η επιβάρυνση του θαλάσσιου οικοσυστήματος, ενώ από τον έλεγχο της μελέτης διαπιστώθηκε η προβληματικότητα, καθώς αυτή χαρακτηρίζεται από σειρά σημαντικών ελλείψεων».