ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ - ΒΑΓΔΑΤΗ - ΛΟΝΔΙΝΟ.--
Κλιμακώνεται ο πολεμικός πυρετός στον Κόλπο, μία μέρα μετά την επίσημη τοποθέτηση της Ουάσιγκτον, με την οποία κατέστησε σαφές ότι η έκθεση για το ιρακινό οπλοστάσιο παραβιάζει την απόφαση 1441 του ΟΗΕ. Αν και ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, δήλωνε ότι σε ισχύ παραμένει η διπλωματική οδός και ότι συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις με τους συμμάχους, η αντίστροφη μέτρηση μοιάζει να έχει αρχίσει και τυπικά, αφού το Πεντάγωνο γνωστοποίησε ότι αποστέλλει στον Κόλπο επιπλέον στρατό. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Βρετανία, όπου ο Τόνι Μπλερ κάλεσε το στρατό να ετοιμάζεται για πόλεμο, ενώ πηγές της γερμανικής κυβέρνησης διέρρεαν ότι οι ΗΠΑ ζήτησαν από το γερμανικό στρατό να αναλάβει τη φύλαξη των αμερικανικών βάσεων στη χώρα από τα τέλη Γενάρη.
«Ο χρόνος του Ιράκ τελειώνει» επαναλάμβανε, χτες, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, τονίζοντας ότι για τις ΗΠΑ η έκθεση για το ιρακινό οπλοστάσιο αποτελεί παραβίαση της απόφασης του ΟΗΕ. Λίγες ώρες πριν από τις δηλώσεις για το ίδιο θέμα που αναμενόταν να κάνει ο Πρόεδρος Μπους, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Αρι Φλάισερ, τόνιζε ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν τη συνεργασία τους με τους επιθεωρητές και τις διαβουλεύσεις τους με τους συμμάχους προκειμένου να πάρουν τελικές αποφάσεις. Ο Φλάισερ επαναλάμβανε ότι «υπάρχει ακόμη πιθανότητα να υπάρξει ειρηνική επίλυση στην κρίση», αλλά κατέστησε σαφές ότι «ούτως ή άλλως, ο Σαντάμ θα αφοπλιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».
Την ίδια ώρα, η ηγεσία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ανακοίνωνε ότι προετοιμάζεται η αποστολή άλλων 50.000 στρατιωτών στον Κόλπο, όπου ήδη βρίσκονται σε αεροπλανοφόρα και βάσεις, περισσότεροι από 65.000 άνδρες. Σε πολεμική εγρήγορση βρίσκεται, όμως, και η Βρετανία, όπου ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του προς το στρατό, τον κάλεσε να προετοιμάζεται για πόλεμο. Ο Μπλερ απέφυγε επισταμένα να εκφράσει άποψη για το κατά πόσο η έκθεση για το ιρακινό οπλοστάσιο παραβιάζει την απόφαση 1441 του ΟΗΕ, αλλά τόνισε ότι «πρέπει να ετοιμαζόμαστε για να αναλάβουμε την κατάλληλη δράση οποιαδήποτε στιγμή κριθεί ότι το Ιράκ παραβιάζει την απόφαση του ΟΗΕ».
Η κλιμάκωση των πολεμικών προετοιμασιών, όμως, επιβεβαιώνεται τόσο από την Τουρκία όσο και από τη Γερμανία. Στην Αγκυρα, η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» υποστηρίζει ότι η τουρκική κυβέρνηση επέτρεψε σε Αμερικανούς αξιωματικούς να ελέγξουν τις στρατιωτικές βάσεις σε Ντιγιάρμπακιρ, Γκαζιαντέπ και Μαλάτια, και τα λιμάνια της Αττάλειας και της Μερσίνης, προκειμένου να εξακριβώσουν αν πληρούν τις προϋποθέσεις να φιλοξενήσουν αμερικανικές δυνάμεις ενόψει ενός πολέμου στο Ιράκ.
Ταυτόχρονα, στη Βόννη κυβερνητικές πηγές διέρρεαν ότι η Ουάσιγκτον ζήτησε επισήμως από τη γερμανική ηγεσία να αναλάβει με 2.000 στρατιώτες τη φύλαξη και λειτουργία των αμερικανικών βάσεων, εξαιτίας «αυξημένων υποχρεώσεων», από τα τέλη Γενάρη και για ορισμένο χρονικό διάστημα.
«Εκπληκτος» δήλωνε από την αμερικανική αντίδραση στην ιρακινή έκθεση ο Γερμανός υπουργός Αμυνας, Πέτερ Στρουκ, υποστηρίζοντας ότι η Βαγδάτη συνεργάζεται με τους επιθεωρητές και μπορεί να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις. Για εντατικοποίηση των επιθεωρήσεων και προσπάθεια αποφυγής του πολέμου έκανε λόγο και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιερ Ραφαρέν, ενώ ο Ρώσος πρέσβης στον ΟΗΕ, Σεργκέι Λαβρόφ, παραδεχόταν ότι η «απειλή κήρυξης πολέμου στο Ιράκ δεν έχει απομακρυνθεί καθόλου».
Για «αμερικανικές υπερβολές» έκανε λόγο και η Βαγδάτη, διά στόματος του αρμοδίου για το συντονισμό με τον ΟΗΕ, Χουσάμ Μουχάμεντ Αμίν. Παράλληλα, όμως, ο υπουργός Εμπορίου, Μοχάμεντ Μεχντί Σάλεχ, απηύθυνε έκκληση στις αραβικές χώρες να σταθούν στο πλευρό του Ιράκ σε περίπτωση αμερικανικού πλήγματος.
Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής των επιθεωρητών, Χανς Μπλιξ, αλλά και ο εκπρόσωπος της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, Μαρκ Γκοζντέτσκι, εξαπέλυαν ευγενική πλην αιχμηρή κριτική προς ΗΠΑ - Βρετανία. Κατηγόρησαν τις δύο ηγεσίες ότι διαρκώς επικαλούνται ασφαλείς πληροφορίες για να υποστηρίξουν ότι το Ιράκ έχει όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά δεν έχουν βοηθήσει τις επιθεωρήσεις, δίνοντας πληροφορίες για τις τοποθεσίες που πιστεύουν ότι πρέπει να ελεγχθούν. Λίγο αργότερα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωνε ότι «θα βοηθήσει όσο περισσότερο μπορεί τους επιθεωρητές».