Το έργο της πρώτης περιόδου του Κέντρου Οπτικοακουστικών Μελετών παρουσιάστηκε πρόσφατα από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών
Η κατάσταση σήμερα παραμένει η ίδια και το ελληνικό κράτος - διά των αρμοδίων φορέων του, όπως το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου - εξακολουθεί να προσπαθεί να κρύψει αυτό το βασανιστικό κενό πίσω από μερικές ανοδικές «εξάρσεις» στα εισιτήρια ελαχίστων ελληνικών ταινιών και πίσω από τις αρκετές διακρίσεις ελληνικών ταινιών σε διεθνές επίπεδο. Διαβάζοντας «ανάποδα» τα ίδια επιχειρήματα, θα μπορούσε κάποιος να πει πως ακριβώς επειδή ο κόσμος εξακολουθεί να αγαπά το σινεμά και ακριβώς επειδή υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που μπορούν να στηρίξουν με αξιώσεις αυτή τη ζήτηση, η επιλογή του κράτους να «στρουθοκαμηλίζει» στο θέμα της κατάρτισης είναι ακόμη πιο «ηχηρή».
Σε αυτό το δύσκολο «χώμα» όμως καταφέρνουν να «φυτρώνουν» προσπάθειες όπως αυτή της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, με την ίδρυση του Κέντρου Οπτικοακουστικών Μελετών. Ξεκινώντας από τις διαπιστώσεις ότι «οι τέχνες δεν ανθίζουν, αν δε συνοδεύονται από θεωρητική επεξεργασία των προβλημάτων τους» και ότι «στη χώρα μας απουσιάζουν θεωρητικά κείμενα πάνω σε ζητήματα οπτικοακουστικού λόγου», η Εταιρεία, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και θεωρητικό, Διαμαντή Λεβεντάκο, προχώρησε από τον περασμένο Νοέμβρη στην οργάνωση συζητήσεων κάτω από τον γενικό τίτλο «Διάλογοι για τα οπτικοακουστικά μέσα». Εισηγητές των συζητήσεων αυτών ήταν κοινωνιολόγοι, θεωρητικοί και ιστορικοί του κινηματογράφου και των ΜΜΕ, ακόμη και αρχιτέκτονες. Η θεματική των συζητήσεων «απλώθηκε» από τις προσεγγίσεις στον παλιό και νέο ελληνικό κινηματογράφο, για την ιστορία του ντοκιμαντέρ και τη σύγχρονη μορφή του, για τη φιλοσοφία της τηλεόρασης (κρατικής και ιδιωτικής), αλλά και σκέψεις και προτάσεις «για ένα καινούριο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου».
Ωστόσο, οι «διάλογοι» είχαν και μια περισσότερο «πρακτική» πλευρά, αφού στους σκοπούς τους περιλαμβάνεται «αφ' ενός η μερική, έστω, κάλυψη του γνωστού κενού επικοινωνίας μεταξύ των μελών του οπτικοακουστικού χώρου (κινηματογραφιστές, συγγραφείς, εικαστικοί, θεωρητικοί, κριτικοί, πανεπιστημιακοί, σπουδαστές κ.ά.) και αφ' ετέρου η ανάπτυξη ενός γόνιμου προβληματισμού που να εμπνεύσει την καλλιτεχνική πρακτική και την πολιτισμική πολιτική στη χώρα μας».
Η απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία και έτσι, τον περασμένο Ιούνη, η ΕΕΣ παρουσίασε σε μια πανηγυρική εκδήλωση τις δραστηριότητες του κέντρου της. Το οποίο προχώρησε και στο εγχείρημα μιας περιοδικής έκδοσης σε μορφή θεματικού τόμου, με τίτλο «Οπτικοακουστική κουλτούρα». Ο πρώτος τόμος έχει τίτλο «Ξαναβλέποντας τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο» και ο δεύτερος «Οψεις του νέου ελληνικού κινηματογράφου».
Σύμφωνα με τον Δ. Λεβεντάκο (πρόλογος 1ου τεύχους), ο άμεσος σκοπός της περιοδικής έκδοσης καθώς και του κέντρου «είναι να προκαλέσει και να παρουσιάσει έρευνες, μελέτες και προτάσεις πάνω στα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα και στην κουλτούρα που αυτά διαμεσολαβούν ή παράγουν». Ομως, «ο απώτερος στρατηγικός στόχος» είναι «να συμβάλουμε κι εμείς, με τις όποιες δυνάμεις μας, στη δημιουργία ενός καινούριου μετώπου αντίστασης κατά της αποπνευματικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης που μαστίζουν τα τελευταία χρόνια το χώρο των οπτικοακουστικών μέσων στην Ελλάδα, ως συνέπεια του αγοραίου πραγματισμού και αμοραλισμού, που τείνουν να διαβρώσουν συνολικά την ελληνική κοινωνία».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος της ΕΕΣ, Χάρης Παπαδόπουλος σημειώνει ότι σε έναν κόσμο «όπου κυριαρχεί η απάθεια, η ιδιώτευση και η έλλειψη οραμάτων... ο κινηματογράφος μπορεί να συστρατευθεί με τις άλλες δυνάμεις αντίστασης, υπερασπιζόμενος τις αξίες της συλλογικότητας και της δημιουργικότητας». Για να το καταφέρει όμως αυτό, «θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να ξεπεράσει τον κίνδυνο της δικής του αλλοτρίωσης, πράγμα που προϋποθέτει εκτός των άλλων την εκ μέρους του ανάπτυξη κριτικής σκέψης και αυτογνωσίας».
Αν και η δραστηριότητα του κέντρου με τους «διαλόγους» δεν έχει - όπως σημειώνουν οι εμπνευστές τους - επιμορφωτικό χαρακτήρα, αλλά ερευνητικό, ωστόσο αποτελούν μια ακόμη απόδειξη για την έλλειψη οργανωμένης - και βέβαια δημόσιας - προσφοράς θεωρητικής γνώσης στον οπτικοακουστικό τομέα. Αλλωστε, ο τομέας αυτός αποτελεί πεδίο ασύλληπτων κερδών για το κεφάλαιο και φορέα τεράστιας ιδεολογικής χειραγώγησης των λαών. Κάθε αντίσταση των διανοουμένων σε αυτήν την επίθεση είναι αναγκαία.