«Ορέστης» με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας |
«Υψιπύλη» από το «Αμφι-Θέατρο» |
Ο Σταύρος Τσακίρης ανήκει στους ταλαντούχους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, που έχουν και όραμα και μέλλον για την υπόθεση της σύγχρονης ερμηνείας του αρχαίου δράματος. Εχει πνευματικές και ιδεολογο-αισθητικές ανησυχίες, αισθαντικότητα, εικονοπλαστική ευρηματικότητα, εικαστική αντίληψη. Οι σκηνοθετικές προσπάθειές του στο αρχαίο δράμα, όχι βέβαια χωρίς αδυναμίες, έχουν ενδιαφέρουσα και υψηλής αισθητικής φόρμα, προβληματισμένη ερμηνευτική «ανάγνωση» των συμβολισμών του κάθε μύθου, αλλά και του ψυχισμού των προσώπων της τραγωδίας που επιλέγει να ανεβάσει.
Φέτος, επέλεξε να ανεβάσει τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, ένα από τα ζοφερότερα -ψυχογραφικά, ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά- δράματα του «τραγικότερου των τραγικών», του «θεμελιωτή» του ρεαλισμού και του ψυχολογικού θεάτρου, τον πολύπλευρο χαρακτήρα του οποίου αναδεικνύει πλήρως η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Ο Ευριπίδης, στην τραγωδία αυτή, ανατέμνει τον διαταραγμένο ψυχισμό του Ορέστη, λίγες μέρες μετά τη μητροκτονία του. Τις παραληρηματικές, ψυχοσωματικές κρίσεις που του προκαλούν οι εφιαλτικές εικόνες της πράξης του, που «προβάλλονται» στο υποσυνείδητό του. Τις βυθίσεις του σε έναν ύπνο-λήθη, που μοιάζει με θάνατο. Τις «Ερινύες» της συνείδησής του που τον τον τυραννούν στο ξύπνιο του. Τον αγώνα του, με τη βοήθεια και την αγάπη της αδελφής του, Ηλέκτρας, να κατανικήσει τις ενοχές του και να «αθωωθεί» -με «θεϊκή» παρέμβαση- η μητροκτονία του. Ενας αγώνας μέχρις εσχάτων, που λήγει με μία ακόμη πράξη βίας των δυο αδελφών (ο Ορέστης απειλεί να σφάξει την αθωότερη των Ατρειδών, την εξαδέλφη του Ερμιόνη -κόρη της Ελένης και του Μενελάου, πρωταίτιων όλων των κακών- και η Ηλέκτρα να κάψει το αργείτικο παλάτι), ώστε να ολοκληρωθεί ο κύριος στόχος της μητροκτονίας. Δηλαδή, η κατάκτηση από τον Ορέστη της εξουσίας. Στόχος, που κατά το ρεαλιστή και μεγαλοφυώς είρωνα Ευριπίδη, για να ευοδωθεί απαιτείται και κάποιος συμβιβασμός μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων των μελών της «Αγίας Οικογένειας». Συμβιβασμός, που με «παρέμβαση» του Απόλλωνα, επέρχεται με το γάμο του Ορέστη με την Ερμιόνη.
Ο Σταύρος Τσακίρης δεν επιχείρησε να αναπαραστήσει, να υπερθεατροποιήσει αυτό το ψυχολογικό δράμα. Προτίμησε μια μετρημένα αποστασιοποιητική, αφαιρετική αφηγηματική φόρμα. Φόρμα διόλου ψυχρή, χάρη και στην ατμοσφαιρική, αισθαντική, χαμηλόφωνα μελωδική μουσική του Νίκου Κυπουργού. Πάνω σε ένα μικρό πατάρι και στους παρακείμενους κύβους, που σχεδίασε ο Γιάννης Μετζικώφ -ο ίδιος έκανε και τα λιτά διαχρονικά κοστούμια-, ο σκηνοθέτης, κίνησε, όπως τα πιόνια στο σκάκι, κυρίως τους ηθοποιούς των πρωταγωνιστικών ρόλων, αλλά και τους δευτεραγωνιστές. Περιμετρικά του παταριού, αλλά και σ' αυτό κινείται ο Χορός, ως αφηγητής και σχολιαστής. Η σκηνοθετική «ανάγνωση» ζήτησε από τους ηθοποιούς υποκριτική λιτότητα, μια ρεαλιστική ενδοσκόπηση του ψυχισμού και του χαρακτήρα των ρόλων, επιτυγχάνοντας πολύ καλά αποτελέσματα. Η Αγλαΐα Παππά με εσωτερικότητα, πάθος και δύναμη ερμήνευσε την Ηλέκτρα. Ο Γιάννης Βούρος, ελέγχοντας τις ευκολίες του είχε καλές στιγμές. Με απλότητα, θέρμη και χάρη υποδύθηκε την Ερμιόνη η ελπιδοφόρα νέα ηθοποιός Ερατώ Πίσση. Καθάριος λόγος και επιβλητικότητα διέκριναν τους Πέτρο Πετράκη και Νίκο Σαρρόπουλο. Θεατρικά εκφραστικότατος ο Γιώργος Κορμανός (Φρύγας). Εξαιρετική κίνηση και μουσικότητα στα χορικά είχαν οι Ελενα Καμηλάρη, Ειρήνη Σπανουδάκη, Αλεξία Κόκκαλη και Γιώτα Μηλίτση. Συμπαθής η υποκριτική προσπάθεια της λυρικής τραγουδίστριας Τζένης Δριβάλα.