Ο ρυθμός αύξησης ΑΕΠ αποκαλύπτει την κυβερνητική κοροϊδία για τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ, που προβλέπει μέχρι το 2009 ρυθμό αύξησης πάνω από 6%
Αύξηση κατά 4,3% παρουσιάζει ο θεωρούμενος πλούτος της χώρας (τον οποίο, βεβαίως, δεν καρπώνεται ολόκληρη η χώρα, αλλά μόνο η Ελλάδα των κεφαλαιοκρατών και των συνοδοιπόρων τους), σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία των «Τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών», με τα κυριότερα «μακρομεγέθη» για το α' τρίμηνο του 2002, που κοινοποίησε χτες η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία αυτά, στο α' τρίμηνο του 2002, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2001, αυξήθηκαν --σε πραγματικούς όρους-- κατά 3,6% η τελική κατανάλωση, 11,3% οι επενδύσεις, 5,4% οι εξαγωγές και 6% οι εισαγωγές.
Να σημειωθεί ότι το ποσοστό αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στο α' τρίμηνο του 2002, μπορεί να κινείται (για την ώρα) μέσα στα πλαίσια του επίσημα διακηρυγμένου στόχου (3,8%), που έχει θέσει για φέτος η κυβέρνηση με το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης, είναι όμως ανεπαρκής για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. Και είναι ανεπαρκής, γιατί η κυβέρνηση --προσπαθώντας να εξωραΐσει το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο και να περιορίσει τις λαϊκές αντιδράσεις-- δεσμεύτηκε να δίνει κάθε χρόνο το 1% του ΑΕΠ για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, μέχρι το έτος 2032, δηλώνοντας ταυτόχρονα αισιόδοξη ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι πολύ πάνω από 5% το χρόνο.
Ετσι, ενώ το κυβερνητικό σχέδιο χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος (ΙΚΑ) --που προβλέπει μέχρι το έτος 2009 ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 6%το χρόνο--, είναι «στον αέρα», αφού το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό μεταξύ 3,5% και 4,5% και δύσκολα ο ρυθμός αύξησης θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια! Η διαφορά αυτή είναι σε βάρος του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, καθώς όσο μικρότερος από τις κυβερνητικές προβλέψεις θα είναι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τόσο λιγότερα χρήματα θα δίνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό στα ασφαλιστικά ταμεία...
Διψήφια ποσοστά αύξησης σημείωσε ο δείκτης των λιανικών πωλήσεων (τζίρος) τόσο το μήνα Μάρτη, όσο και το τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη 2002, εξέλιξη η οποία βέβαια αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην αλματώδη --και επικίνδυνη-- αύξηση της καταναλωτικής πίστης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής το Μάρτη ο τζίρος των καταστημάτων (χωρίς τον υπολογισμό του πληθωρισμού) αυξήθηκε κατά 11,1%, σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2001. Αντίστοιχα το τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη 2002, ως προς τα αντίστοιχα επίπεδα του 2001, παρατηρήθηκε αύξηση 10,2%. Από τις οκτώ (8) υποκατηγορίες τις οποίες παρακολουθεί η ΕΣΥΕ στις 6 παρατηρήθηκε το μήνα Μάρτη σημαντική άνοδος, ενώ στις υπόλοιπες 2 οι ρυθμοί κινήθηκαν γύρω από τα επίπεδα του πληθωρισμού.
Ετσι, ο τζίρος τον Μάρτη παρουσίασε ονομαστική αύξηση 12,8% στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (Σούπερ Μάρκετ), 9,4% στα Πολυκαταστήματα, 11,6% στους κλάδους Τρόφιμα - Ποτά - Καπνός, 9,8% στα Φαρμακευτικά και Καλλυντικά προϊόντα, 11,1% στην Ενδυση - Υπόδηση και 8,1% σημειώθηκε στα Επιπλα - Ηλεκτρικά είδη - Οικιακός εξοπλισμός. Αντίθετα «χαμηλή πτήση» σημειώθηκε στα Βιβλία - Χαρτικά - Λοιπά είδη καθώς σημειώθηκε ποσοστιαία ονομαστική αύξηση 4,7%, ενώ αύξηση 5,7% σημειώθηκε στις Πωλήσεις εκτός καταστημάτων.
Οι εξελίξεις γύρω από τον τζίρο των καταστημάτων είναι φανερό --και το ομολογούν πλέον και οι αρμόδιοι στο σύνολό τους-- οφείλονται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη αύξηση που παρουσιάζει ο δανεισμός των νοικοκυριών από τις τράπεζες και κάθε άλλο στην αύξηση της κατανάλωσης, λόγω της αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων. Πρόκειται για μια πραγματικότητα ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα νοικοκυριά των εργαζομένων, αφού ο συνεχής υπερδανεισμός τους, μπορεί αργά ή γρήγορα να οδηγήσει σε ιδιαίτερα δυσάρεστες συνέπειες.