Οι περιπτώσεις σε Ριτσώνα, Οινόφυτα και Σχηματάρι
Από τη φωτιά στο εργοστάσιο πλαστικών στη Ριτσώνα, που έκαιγε δυο μέρες |
Οι μόνοι που δεν ακούνε είναι οι κυβερνήσεις και η εργοδοσία, που θεωρούν τα μέτρα πρόληψης και προστασίας «κόστος», ενώ συνεχίζεται η εγκληματική ανυπαρξία ουσιαστικών ελέγχων για την τήρηση ακόμα και στοιχειωδών κανόνων. Φυσικά, δεν είναι άμοιρες των ευθυνών τους οι εκάστοτε δημοτικές και περιφερειακές αρχές, που απλώς παρακολουθούν την κατάσταση, χωρίς να διεκδικούν ούτε τα πλέον αυτονόητα μέτρα.
Στη συγκεκριμένη περιοχή έχουν χτυπήσει πολλά «καμπανάκια» κινδύνου τα τελευταία χρόνια, με τελευταία περίπτωση τη φωτιά στο εργοστάσιο χημικής βιομηχανίας της «Alex Pack» στη Ριτσώνα στις 12 Ιούλη. Είχαν προηγηθεί φωτιές σε εγκαταστάσεις της εταιρείας ανακύκλωσης «Perme Hellas» στην ίδια περιοχή το καλοκαίρι του 2024 και στις εγκαταστάσεις άλλης εταιρείας ανακύκλωσης, της «Σιακαντάρης», στο Σχηματάρι το 2021. Εναν χρόνο πριν είχε τυλιχτεί στις φλόγες το εργοστάσιο χημικής βιομηχανίας της AKFA στο Βαθύ Αυλίδας, ενώ το 2018 είχε εκδηλωθεί φωτιά σε εργοστάσιο χημικής βιομηχανίας στα Οινόφυτα. Αυτές είναι ορισμένες από τις σοβαρές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν σε εργασιακούς χώρους στην ευρύτερη αυτή Βιομηχανική Περιοχή, ενώ αρκετά είναι και τα περιστατικά με μικρής έκτασης φωτιές αλλά και πυρκαγιές σε αγροτοδασικές εκτάσεις δίπλα σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Οπως αναφέρει στον «Ριζοσπάστη» ο Γιάννης Μαντής, απόστρατος ανώτατος αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος και ειδικός πραγματογνώμονας δασικών - βιομηχανικών πυρκαγιών, πίσω από τους όρους «βιομηχανική ζώνη», «άτυπη βιομηχανική ζώνη» και «άτυπη βιομηχανική συγκέντρωση» κρύβεται «η χαοτική εγκατάσταση βιομηχανιών, βιοτεχνιών, αποθηκών και κάθε είδους δραστηριότητας στις κτηματικές περιοχές των ΔΚ Οινοφύτων, Σχηματαρίου και Βαθέος Αυλίδας».
Προσθέτει ότι η εγκατάσταση βιομηχανιών στην περιοχή ξεκίνησε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, ενώ η άναρχη δόμηση κάθε είδους δραστηριότητας συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Επισημαίνοντας τις βασικές επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και τους κατοίκους των αστικών ιστών της περιοχής από την παρουσία της «άτυπης βιομηχανικής συγκέντρωσης», ο Γ. Μαντής τονίζει μεταξύ άλλων τον κίνδυνο Βιομηχανικού Ατυχήματος Μεγάλης Εκτασης και τις «εν δυνάμει τοξικές βόμβες σε κατοικημένες περιοχές».
Αναδεικνύει δε ότι καθοριστικός παράγοντας για την πρόληψη εκδήλωσης πυρκαγιάς και πρόκλησης Βιομηχανικού Ατυχήματος είναι η προληπτική, ενεργητική και παθητική πυροπροστασία για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των εργαζομένων σε αυτές.
«Η παθητική πυροπροστασία είναι η εφαρμογή μέτρων που συμβάλλουν αφενός στην καθυστέρηση μετάδοσης της πυρκαγιάς, αφετέρου στην ασφαλή διαφυγή των εργαζομένων σε χώρο όπου δεν κινδυνεύουν, ενώ η ενεργητική πυροπροστασία είναι η λήψη μέτρων κατασταλτικού χαρακτήρα, δηλαδή αντιμετώπισης της πυρκαγιάς άμεσα, κατά τη στιγμή της εκδήλωσης. Τέτοια μέτρα είναι το μόνιμο υδροδοτικό δίκτυο, το σύστημα καταιονισμού (διαβροχής) του χώρου, αυτόματο σύστημα εντοπισμού της πυρκαγιάς και αναγγελία αυτής, τα φορητά μέσα πυρόσβεσης», μας λέει.
Αναφερόμενος στην προληπτική πυροπροστασία, υπογραμμίζει ότι «δημιουργεί προϋποθέσεις μηδενισμού ή ελαχιστοποίησης πιθανότητας πυρκαγιάς σε έναν χώρο, εφόσον λαμβάνονται μέτρα όπως ασφαλής υπαίθρια αποθήκευση υλικών στον αύλειο χώρο της επιχείρησης, καθαρισμός ενδιάμεσων βιομηχανικών εκτάσεων από ξηρά χόρτα ή υπολείμματα καλλιεργειών, ορισμός και εκπαίδευση ομάδων πυρασφάλειας της βιομηχανίας κ.λπ.».
Τονίζει επίσης ότι η εγκατάσταση βιομηχανιών διαφορετικής επικινδυνότητας δίπλα και μέσα σε οικισμούς όπως τα Οινόφυτα και το Σχηματάρι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, καθώς σε περίπτωση Βιομηχανικού Ατυχήματος Μεγάλης Εκτασης θα κινδυνεύσουν και πολίτες.
«Αρκετές βιομηχανίες που λειτουργούν με συνθήκες "Seveso" είναι εν δυνάμει απειλητικές για τους οικισμούς, μολονότι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας από την ισχύουσα νομοθεσία. Αντιλαμβανόμαστε ότι η άτυπη βιομηχανική συγκέντρωση Οινοφύτων, Σχηματαρίου και Ριτσώνας είναι μια άναρχη κατάσταση δόμησης, επικινδυνότητας και αλλοπρόσαλλης επιχειρηματικής στρατηγικής, που καθιστούν την περιοχή χώρο τοξικού ολέθρου. Στην προσπάθειά του το αστικό κράτος να διευκολύνει τους επιχειρηματικούς ομίλους να ξεπεράσουν τα "προβλήματα" (οικολογικά, ρύπανσης, δόμησης κ.λπ.) προτείνει τη λύση να μετατραπεί η "άτυπη βιομηχανική συγκέντρωση" σε "επιχειρηματικό πάρκο εξυγίανσης"», επισημαίνει.
Τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι από την εκδήλωση πυρκαγιάς, είτε εντός της ίδιας βιομηχανικής εγκατάστασης όπου δουλεύουν είτε σε γειτονική, αναδεικνύει στη συζήτησή μας ο Γιώργος Καβάλος, πρόεδρος του Συνδικάτου Χημικής Βιομηχανίας Βοιωτίας και μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Θήβας.
«Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν εγκατεστημένες κάθε λογής βιομηχανικές μονάδες, αρκετές από τις οποίες διαχειρίζονται εύφλεκτα και επικίνδυνα υλικά, με σοβαρό κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς. Αυτοί που πάντα βρίσκονται εκτεθειμένοι είναι οι εργαζόμενοι. Στο παρελθόν είχαμε σοβαρούς τραυματισμούς με εγκαύματα από φωτιές που εκδηλώθηκαν μέσα σε εγκαταστάσεις. Συνάδελφοί μας έχουν κινδυνεύσει, ενώ εξίσου σοβαρός κίνδυνος είναι το τοξικό νέφος που αναγκάζονται να εισπνεύσουν εργαζόμενοι. Και γι' αυτούς σε γειτονικές εγκαταστάσεις, που όταν εκδηλώνεται φωτιά σε μια διπλανή βιομηχανία δεν απομακρύνονται, με ευθύνη της εργοδοσίας, αλλά και για τους εργαζόμενους της ίδιας της βιομηχανίας όπου εκδηλώθηκε η φωτιά, που τις επόμενες μέρες θα βρεθούν στις εγκαταστάσεις και θα εισπνεύσουν τα κατάλοιπα», σημειώνει.
Προσθέτει ότι τα μέτρα πρόληψης και προστασίας είναι ανεπαρκή, και τις περισσότερες φορές σε θεωρητικό επίπεδο. «Γίνονται κατά καιρούς έλεγχοι από την Πυροσβεστική, που όμως είναι χωρίς προσωπικό. Οι ομάδες πυρασφάλειας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι τυπικές, χωρίς εκπαίδευση και απαραίτητο εξοπλισμό. Τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης σε πολλές περιπτώσεις δεν εφαρμόζονται, καθώς βλέπουμε απόβλητα και εύφλεκτα υλικά σε υπαίθριους χώρους», αναφέρει και συνεχίζει:
«Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, τα συνδικάτα πιέζουμε για λήψη μέτρων πρόληψης και προστασίας από πυρκαγιά στον χώρο δουλειάς, όπως και για μέτρα υγείας και ασφάλειας. Ωστόσο, τα όποια μέτρα λαμβάνονται, κάτω από την πίεση των σωματείων και των εργαζομένων, δεν επαρκούν, κάτι που επιβεβαιώνεται από τα συχνά περιστατικά των τελευταίων χρόνων, τόσο στη δική μας περιοχή όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθούν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και αντιμετωπίζει ως "κόστος" τις ζωές των εργαζομένων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα και τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και τα σχέδια μετατροπής της "άτυπης βιομηχανικής συγκέντρωσης" σε "επιχειρηματικό πάρκο εξυγίανσης". Σχέδια που δεν δίνουν λύση σε κανένα πρόβλημα των εργαζομένων και του λαού της περιοχής, όπως η ρύπανση και ο κίνδυνος Βιομηχανικού Ατυχήματος, αντίθετα επιδεινώνουν την κατάσταση και εξυπηρετούν τις ανάγκες επιχειρηματικών ομίλων».