«Είμαι καλά», Μακρόνησος, 1950 |
Λόγια του κομμουνιστή εικαστικού και λογοτέχνη Γιώργη Φαρσακίδη, του ανταρτοΕΠΟΝίτη μαχητή του ΕΛΑΣ, του αγωνιστή που πέρασε όρθιος 16,5 χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, του δημιουργού που σε αυτά τα ξερονήσια έκανε τα τσακισμένα χέρια του «όπλα» του απροσκύνητου και αλύγιστου αγώνα. Εκεί η Τέχνη του, η αυτοδίδακτη και στρατευμένη, «δεν υπήρξε μια ευχάριστη ενασχόληση, αλλά ένα επιπλέον, αναντικατάστατο όπλο αγώνα, μια μαρτυρία»...
Σε αυτόν τον αξέχαστο σύντροφό μας αφιερώνουμε τη σελίδα μας, με αφορμή τη συμπλήρωση 5 χρόνων από τον θάνατό του.
Από την Οδησσό της Σοβιετικής Ενωσης, όπου γεννήθηκε το 1926, βρέθηκε μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, αρχικά στο κέντρο και μετά στο Ντεπό, την προσφυγογειτονιά που σημάδεψε τα νεανικά του χρόνια.
Ο πατέρας του είχε τιμηθεί από τη νεαρή ΕΣΣΔ ως «πρωτοπόρος της σοσιαλιστικής εργασίας». Από αυτόν θα μάθει πως «το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της επανάστασης».
Η έφεσή του στη ζωγραφική φαίνεται από τα μαθητικά του χρόνια. «Το μόνο δεκαράκι που έπαιρνα ήταν στο μάθημα της ιχνογραφίας... Η ζωγραφική στάθηκε σε μεγάλο βαθμό μια γέφυρα επικοινωνίας μου με τους άλλους, ένας τρόπος έκφρασης αλλά και προσωπικής μου δικαίωσης».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ξεκινά και η πρώτη του επαφή με τη δημιουργία. Δουλεύοντας ως εργάτης στους επιταγμένους από τις αρχές Κατοχής αλευρόμυλους «Αλλατίνι», όπου στεγάζονταν τα αρτοποιεία του γερμανικού στρατού και οργανωμένος ήδη στην ΕΠΟΝ, φιλοτεχνεί αντιφασιστικές γελοιογραφίες, που στόχο έχουν τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. «Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και μερικές τυπωμένες σε πολύγραφο. Αλλες έγιναν ταμπλό και κρεμάστηκαν».
«Ξαπόσταμα» |
Σε μάχη κατά των Βουλγάρων χάνει τα σκίτσα του, τα οποία θα παραδοθούν δεκαετίες αργότερα στην Οργάνωση Πολιτικών Προσφύγων στη ΛΔ Βουλγαρίας και θα δημοσιευτούν στον «Ριζοσπάστη», με την παράκληση να βρεθεί ο άγνωστος ΕΛΑΣίτης ζωγράφος. Δύο μέρες μετά, στα γραφεία της εφημερίδας θα εμφανιστεί ο Γ. Φαρσακίδης...
Τον Σεπτέμβρη του 1946, εντάσσεται στη «Στενή Αυτοάμυνα» και συμμετέχει σε ένοπλες ενέργειες κατά των αστικών δυνάμεων καταστολής. Στα τέλη του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και οδηγείται στην Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Βασανίζεται φρικτά. Τον ανέβασαν μέχρι και στον 4ο όροφο απειλώντας τον ότι θα τον «εκπαραθυρώσουν».
Το 1947 εκτοπίζεται στον Αη Στράτη και μετά στη Μακρόνησο, στο Α' ΕΤΟ, όπου στάθηκε όρθιος και πάλι απέναντι στα πιο σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια και μέσα στο «Σύρμα», στη «Χαράδρα», στη ΣΦΑ.
Η πρώτη του γνωριμία με την ξυλογραφία γίνεται 1949 - '50, στο «Σύρμα» στη Μακρόνησο. Τα σχέδια που έχουν διασωθεί από τη Μακρόνησο, αλλά και αυτά που φιλοτέχνησε αργότερα, περιέχουν όλη τη φρίκη του μαρτυρικού αυτού τόπου. Περιέχουν όμως και την άσβεστη δίψα για ζωή. «Και θέλεις πιότερο ακόμα, να παλέψεις, να ζήσεις. Οπως και να 'ναι. Με το τσακισμένο κορμί και τα νεύρα σου, τα σακατεμένα πνεμόνια, τα αιματηρά και τα δέκατα που δεν λένε να σταματήσουν».
Στη συνέχεια, οδηγείται και πάλι στον Αη Στράτη. «Δάσκαλοί» του ο Γιάννης Ρίτσος και ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής.
Ο Γιώργης Φαρσακίδης σε αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες δεν σταματά λεπτό να δημιουργεί. Ζωγραφίζει, αποτυπώνει τις στιγμές, τα βασανιστήρια, σκηνές από τη ζωή των εξόριστων, φτιάχνει σκηνικά και κάρτες. «Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα». Με το έργο του τροφοδοτεί τη μνήμη όλων όσοι τα έζησαν και εκείνων που θα έρθουν. Χρόνια αργότερα, όταν ο συνεξόριστός του Μάνος Κατράκης δει το λεύκωμα «Μακρόνησος» που κυκλοφόρησε ο Γ. Φαρσακίδης, του είπε: «Σ' ευχαριστώ που το μπόρεσες...».
Το 1956, ο Γιώργης Φαρσακίδης, ως αδειούχος εξόριστος, έλαβε εντολή από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ να ανασυγκροτήσει και να καθοδηγήσει την παράνομη ΚΟΘ, καθήκον στο οποίο δόθηκε με ζήλο. Αν και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στις Αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων.
Προσχέδιο σε χαρτί φιλοτεχνημένο στη Γυάρο, 1967 |
Από τη μεταπολίτευση και μετά, ο Γ. Φαρσακίδης τυπώνει τα έργα του, συμμετέχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Εκδίδει βιβλία και λευκώματα, τα οποία αποτυπώνουν πλευρές της πολυτάραχης ζωής του. Το έργο του περνά τα σύνορα της πατρίδας μας. Για τη μεγάλη αγωνιστική και καλλιτεχνική προσφορά του, του απονέμεται το ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης στα 30 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη. Το 1984, το βιβλίο του «Η Πρώτη Πατρίδα» πήρε το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ολα αυτά τα χρόνια δεν σταμάτησε να αγωνίζεται και να δημιουργεί. Συμμετείχε στην 30μελή αντιπροσωπεία του ΕΕΤΕ το 1999, κατά τη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας, στο ταξίδι αλληλεγγύης και συμπαράστασης του ΕΕΤΕ στον βομβαρδιζόμενο λαό.
Πάντα ακλόνητος στην πάλη για μια άλλη κοινωνία, στην κοινωνία όπου «θα ανθρωπέψει ο άνθρωπος», όπως του άρεσε να λέει. Αυτόν τον στόχο υπηρέτησε όλη του τη ζωή με τη στάση και το έργο του. Και ευτύχησε έτσι να ζήσει μια ζωή γεμάτη, «μια ζωή που ποτέ δεν θα 'θελα να αλλάξω».
Κάρτα φιλοτεχνημένη από τον Γ. Φαρσακίδη στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, 1960 |