Για τον Γιώργο Φαρσακίδη θα μιλήσουν: Η δημοσιογράφος Αριστούλα Ελληνούδη, η πρόεδρος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας Εύα Μελά. Κείμενα του Γ. Φαρσακίδη θα διαβάσει ο ηθοποιός - λογοτέχνης Βασίλης Κολοβός. Θα προβληθεί video με φωτογραφικό και εικαστικό υλικό διάρκειας 10 λεπτών. Την εκδήλωση θα χαιρετίσουν οι: Γρ. Ριζόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου. Χαρ. Σισμάνης, αντιπρόεδρος του Μουσείου Αη Στράτη. Κ. Κατσιμπίνης, πρόεδρος του Συλλόγου Γυάρος Ιστορική Μνήμη.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό σε αναζήτηση της Ιθάκης που διασχίζει τις κρίσιμες φάσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Μνήμες της πρώιμης νιότης, χρόνια αγάπης και νοσταλγίας της Πρώτης Πατρίδας, της Οδησσού. Ο ξεριζωμός και η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Στις γειτονιές του Ντεπώ, στη γη μιας Καινούργιας Πατρίδας. Ο Γιώργος Φαρσακίδης θα ζήσει τον Μάη του '36 με τους συγκλονιστικούς απεργιακούς αγώνες και τη δικτατορία του Μεταξά. Το Επος της Αλβανίας, την τριπλή Κατοχή, την Αντίσταση, το Κράτος του Τρόμου και τον Εμφύλιο. Θα ζήσει τον Ζόφο των Πέτρινων Χρόνων που ακολούθησε. Ο καλλιτέχνης, πιστεύοντας ότι η δημιουργία πρέπει να αποβλέπει στο καλό των ανθρώπων, στρατεύει τις εικαστικές επιδόσεις στο ιδεολογικό του πιστεύω. Κατά την Κατοχή, αυτοδίδακτος, σατιρίζει με τις γελοιογραφίες του τους υπερφίαλους κατακτητές και τους ελληνόφωνους συνεργάτες τους. Πολεμώντας σαν ανταρτοΕΠΟΝίτης καταγράφει σε κείμενο και σε σκίτσα τη ζωή τους στο αντάρτικο. Στο κολαστήριο της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές, μα πάντα με πρόθεση να πληροφορήσει τους συνανθρώπους του.
Η αγάπη του για τη ζωγραφική και το ταλέντο του ξεκινάνε από τα παιδικά του χρόνια. «Στο Δημοτικό», λέει ο Γ. Φαρσακίδης «το μοναδικό δεκαράκι που έπαιρνα, προς μεγάλη θλίψη της μάνας μου, ήταν στο "μάθημα της ιχνογραφίας". Αντιστάθμισμα, δικαίωση και γέφυρα επικοινωνίας μου με τους άλλους».
Η Κατοχή βρίσκει τον Γ. Φαρσακίδη να δουλεύει στο μύλο του «Αλατίνη» στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν τα γερμανικά αρτοποιεία και αναπτύχθηκαν οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες. «Στην Κατοχή, θα φιλοτεχνήσω γελοιογραφίες με στόχο τους εισβολείς και τους "Ελληνες" συνεργάτες τους. Στην αρχή, σατίριζα τους Γερμανούς του εργοστασίου, και μετά τα γεγονότα. Βέβαια, στην Κατοχή είχαμε μεγάλη άνθηση της χαρακτικής και όχι της γελοιογραφίας. Η γελοιογραφία αναπτύχτηκε πολύ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Οι γελοιογραφίες μου περνούσαν χέρι - χέρι, γελάγαμε κουβεντιάζαμε... Υστερα, με τον πρώτο πολύγραφο που αποκτήσαμε, κάποιες από αυτές τις γελοιογραφίες, απλοποιημένες βέβαια, έγιναν προκηρύξεις. Κάνα δυο έγιναν πανό, ή κολλήθηκαν σε κεντρικά σημεία».
«Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω συμβάντα της εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο "Σύρμα" της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές. Μα πάντα με πρόθεση να τους καταγγείλω και να πληροφορήσω τους έξω. Η πρώτη μου γνωριμία με την ξυλογραφία είχε γίνει το 1949 - '50 στο "Σύρμα" των πολιτών στο ΑΕΤΟ - ΕΣΑΙ στο Μακρονήσι. Είχε πέσει στα χέρια μου μια "Φιλολογική Πρωτοχρονιά" με χαρακτικά, απ' ό,τι θυμάμαι, των Κορογιαννάκη, Τάσσου, Βασιλείου, Χυτήρη και άλλων».
Τα βασανιστήρια, τα καψώνια, οι τρελοί, οι ξυλοδαρμοί... ήταν τα θέματα που κυριαρχούσαν στα λιγοστά σχέδια εκείνης της σκληρής περιόδου. «Η χειροτεχνική δραστηριότητα διατηρήθηκε στη Μακρόνησο, έως τη μεταφορά μας στα Στρατιωτικά Τάγματα, σαν συνέχεια μιας δημιουργημένης παράδοσης. Αργότερα πια, οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια για όποια δημιουργική μας επίδοση. Ετσι, όλα τα χειροτεχνήματα κι ό,τι σχεδίασα και δεν πρόλαβα να τα στείλω παράνομα έξω χάθηκαν μαζί με τα περισσότερα από τα προσωπικά μας είδη».
Ακολούθησε ο Αη Στράτης. «Εκεί, οι συνθήκες ήταν κάπως καλύτερες από εκείνες της Μακρονήσου. Δε σε σκοτώνανε, δε σε βασάνιζαν, αλλά υπήρχε η πολύχρονη κράτηση. Ολη τη δεκαετία του '50 ήμουν εκεί. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Αη Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής».
Στην εξορία, θα βρεθεί και πάλι ο Γ. Φαρσακίδης, αμέσως μετά το πραξικόπημα, το 1967. «Με τον πηγεμό μας στη Γυάρο, φούντωσε η χειροτεχνική μας δραστηριότητα. Μέσα στα πρώτα "απαγορεύεται" της διοίκησης συμπεριλαμβάνονταν και τα "οιαδήποτε αιχμηρά αντικείμενα". Ετσι τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Και η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού, που δουλεύτηκαν με επιτυχία από την Βάσω Κατράκη, τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους αργότερα».
Από το πρώτο λεύκωμα για τη Μακρόνησο το 1964, «με εικαστικές μαρτυρίες και κείμενα που κατονόμαζαν επώνυμα τους βασανιστές», μέχρι το «Αναζητώντας την Ιθάκη», ο Γ. Φαρσακίδης έχει διανύσει μια μεγάλη και πλούσια, δημιουργικά, πορεία, με πολλές εκδόσεις, εκθέσεις, παρουσιάσεις έργων του, ομιλίες, ταξίδια, βραβεύσεις. Ο τρόπος όμως που «αφηγείται» στιγμές της ζωής του μέσα από αυτό το βιβλίο - λεύκωμα θαρρείς πως παραπέμπει πάντα σε εκείνο το παιδί στην Οδησσό της ΕΣΣΔ που ήταν καλός μόνο στο μάθημα της «ιχνογραφίας» και που αργότερα θα νοσταλγούσε, από τη Θεσσαλονίκη πια όπου πήγαν οι δικοί του το 1934, τους «αγαπημένους γειτόνους μας στην Οντέσσα, το θείο Βάνια και τη θεία Ολια». Οτι είναι ο πιτσιρικάς που μαζί με την παρέα του νομίζει ότι «ο πόλεμος παραμένει ακόμα παιχνίδι και τη μέρα του μεγάλου βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης, με το ουρλιαχτό της σειρήνας, είχαμε ανέβει στην "τούμπα" της Υψηλάντου να κάνουμε χάζι». Οτι είναι πάντα το ανταρτόπουλο που σκιτσάρει τη ζωή και την πάλη του λαού ενάντια στους κατακτητές στην κατοχή, χάνει τα σκίτσα του σε μια μάχη, για να τα μαζέψει ένας Βούλγαρος στρατιώτης και να τα επιστρέψει στο δημιουργό τους δεκαετίες μετά.
Ο Γ. Φαρσακίδης για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δράση τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης το 1975. Τον Ιούλη του 2013 τιμήθηκε στις Βρυξέλλες με το βραβείο Vanderborght από τη Διεθνή Ομοσπονδία των Αντιστασιακών (FIR).