Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας ενταφιάζει τις ανάγκες των μαθητών, στον βωμό του «εξορθολογισμού» του κόστους
Eurokinissi |
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι ο σχολικός νοσηλευτής θα έχει στην ευθύνη του δύο ή και περισσότερα σχολεία με απόσταση 500 μέτρων το ένα από το άλλο. Αυτή η πρόβλεψη εξυπηρετεί δημοσιονομικούς στόχους, με τη μείωση των προσλήψεων της επιστημονικής ειδικότητας, και όχι βέβαια επιστημονικούς. Ο διαμοιρασμός του σχολικού νοσηλευτή σε παραπάνω από ένα σχολεία - με απόσταση του ενός από το άλλο - σημαίνει ότι έχει στην ευθύνη του εκατοντάδες μαθητές. Την ίδια στιγμή οι υπηρεσίες Υγείας που παρέχει είναι πολλές φορές επείγουσες (όπως είναι η χορήγηση ινσουλίνης σε μαθητές με διαβήτη, η αντιμετώπιση περιστατικών επιληψίας, αλλεργιών κ.ά.), συνεπώς ο διαμοιρασμός του σχολικού νοσηλευτή θέτει άμεσα σε κίνδυνο την υγεία των μαθητών, ενώ επιδεινώνει και τις συνθήκες εργασίας του.
Σε ό,τι αφορά το έργο των εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής στο Γενικό Σχολείο, θεσμοθετείται πλέον διά νόμου η πολιτική της μειωμένης κάλυψης των αναγκών η οποία έτσι κι αλλιώς υλοποιούνταν τα προηγούμενα χρόνια, με γνώμονα την «εξοικονόμηση», δηλαδή προσλήψεις εκπαιδευτικών πολύ κάτω από τις ανάγκες.
Οπως αναφέρεται ρητά, «σε τμήμα σχολείου με περισσότερες από μία εγκρίσεις Παράλληλης Στήριξης - Συνεκπαίδευσης, ο εκπαιδευτικός της ΕΑΕ (σ.σ. Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης) υποστηρίζει το σύνολο των μαθητών με σχετική εγκριτική απόφαση. Αν σε τμήμα σχολείου φοιτούν μαθητές με σοβαρότερες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ύστερα από πρόταση της ΕΔΥ (σ.σ. Επιτροπής Διεπιστημονικής Υποστήριξης) και σε σχολικές μονάδες στις οποίες δεν έχει συσταθεί ΕΔΥ ύστερα από πρόταση του συλλόγου διδασκόντων και θετικές εισηγήσεις του συμβούλου Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης και του οικείου ΚΕΔΑΣΥ, δύναται να τοποθετηθούν έως και δύο εκπαιδευτικοί ΕΑΕ στο ίδιο τμήμα».
Για να επιβάλουν αυτόν τον κόφτη στις προσλήψεις Παράλληλης Στήριξης, επικαλούνται την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στις τάξεις του Γενικού Σχολείου. Δηλαδή τα υπερπληθή τμήματα, με 20 - 25 μαθητές, τον/την εκπαιδευτικό της τάξης και τους εκπαιδευτικούς Παράλληλης Στήριξης. Είναι γεγονός ότι από μόνη της η παρουσία περισσότερων εκπαιδευτικών, της Ειδικής και της Γενικής, δεν εξασφαλίζει τη διαφοροποιημένη, εξατομικευμένη και στοχευμένη παιδαγωγική στήριξη όλων των μαθητών, με ή χωρίς αναπηρία. Ομως η κυβέρνηση αντί να προσδιορίσει τις παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών, τις αναγκαίες συνθήκες που απαιτούνται για να ασκείται ολοκληρωμένα το εκπαιδευτικό έργο, προχωρά στο οριζόντιο μέτρο της περικοπής των προσλήψεων εκπαιδευτικών. Κοινώς, «κόβει κεφάλια», μαρτυρώντας ότι ο καημός της είναι ο «εξορθολογισμός του κόστους» και όχι η κάλυψη των αναγκών των μαθητών.
Για παράδειγμα, ένα στοιχειώδες μέτρο είναι η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Σε μία συνθήκη με λιγότερους μαθητές, ο/η εκπαιδευτικός της τάξης με τη στήριξη και τη συνεργασία του εκπαιδευτικού της Ειδικής θα μπορούσε πιο ολοκληρωμένα, με διαφοροποιημένο πρόγραμμα, εξατομικευμένο, όπου είναι αναγκαίο, να στηρίξει με καλύτερους όρους όλους τους μαθητές. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο όχι μόνο δεν κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά αντίθετα κατοχυρώνει με τη βούλα τη δημιουργία τμημάτων με τον ανώτατο αριθμό μαθητών, κλείνοντας την όποια χαραμάδα του προηγούμενου νόμου που προέβλεπε μια ορισμένη μείωση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία. Μια πρόβλεψη εξάλλου που από μόνη της δεν οδηγούσε αυτόματα σε μείωση του αριθμού των μαθητών, όπως φάνηκε και από την πρακτική των προηγούμενων χρόνων, όπου σε πλείστες περιπτώσεις δημιουργούνταν τμήματα με τον ανώτατο αριθμό μαθητών (25 στην Πρωτοβάθμια, 27 στη Δευτεροβάθμια) και 4-5 μαθητές με αξιολογικές εκθέσεις για Παράλληλη Στήριξη.
Συγκεκριμένα, στον νόμο 3699/2008 οριζόταν ότι «στα τμήματα όπου φοιτούν μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες πρέπει να μειώνεται αναλογικά ο αριθμός των μαθητών και οι παραπάνω μαθητές να κατανέμονται εξίσου στα τμήματα της ίδιας τάξης». Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ορίζεται ότι «μπορεί να μειώνεται και να υπολείπεται συνολικά κατά τρεις από τον μέγιστο προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις αριθμό μαθητών ανά τμήμα, εφόσον στο σχολείο δεν λειτουργεί Τμήμα Ενταξης ή δεν παρέχεται στήριξη από τον εκπαιδευτικό Παράλληλης Στήριξης στο συγκεκριμένο τμήμα».
Με τις επιπλέον προϋποθέσεις που θέτει το νομοσχέδιο, δηλαδή, ουσιαστικά δεν πρόκειται να υλοποιηθεί η μείωση του αριθμού των μαθητών! Επομένως, και με τις ευλογίες του νόμου ο κανόνας θα είναι τμήματα - μεγαθήρια με παιδιά που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή αναπηρία, φανερώνοντας την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει ακόμα πιο επιθετικά στην υποβάθμιση των όρων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με βάση τη λογική του «κόστους - οφέλους», σε βάρος των μορφωτικών αναγκών όλων των μαθητών.
Την ίδια στιγμή, στο νομοσχέδιο κατοχυρώνεται η αλλαγή της αποστολής και λειτουργίας του Τμήματος Ενταξης (ΤΕ) ως διακριτής δομής εντός του Γενικού Σχολείου, στη ρότα που είχε δρομολογηθεί από το 2016, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Ετσι, ορίζεται ότι «σκοπός των ΤΕ είναι η πλήρης ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία στο σχολικό περιβάλλον μέσα από ειδικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Ο εκπαιδευτικός του ΤΕ υποστηρίζει τους μαθητές εντός του περιβάλλοντος της τάξης τους, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς των τάξεων, με στόχο τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων και των διδακτικών πρακτικών, καθώς και την κατάλληλη προσαρμογή του εκπαιδευτικού υλικού και του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η υποστήριξη σε ιδιαίτερο χώρο υλοποιείται εφόσον το επιβάλλουν οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών, με απώτερο στόχο τη δυνατότητα μελλοντικής υποστήριξης αυτών εντός του περιβάλλοντος της τάξης τους».
Με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται ο ιδιαίτερος υποστηρικτικός και εξατομικευμένος ρόλος του ειδικού εκπαιδευτικού, παραβλέποντας το γεγονός ότι ΤΕ και Παράλληλη Στήριξη είναι δύο διαφορετικές υποστηρικτικές μορφές και εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία.
Για παράδειγμα, ο εκπαιδευτικός του ΤΕ στήριζε κυρίως - όχι μόνο, βέβαια - μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με εξατομικευμένο πρόγραμμα ανάλογα με τη δυσκολία, σε συνθήκες όπου μπορούσαν οι μαθητές να αναμετρηθούν με αυτές, με δικό τους πρόγραμμα, σε χώρο που επέτρεπε να συγκεντρωθούν, να δουλέψουν, να βελτιώσουν με τον δικό τους ρυθμό και κόπο τη δυσκολία που προκύπτει από την ειδική εκπαιδευτική ανάγκη. Γιατί ακόμα και σε μια ήπια μορφή, όπως να δυσκολεύεται να κατανοήσει την προφορική ή γραπτή οδηγία του εκπαιδευτικού, να αποδώσει τις σκέψεις του στον γραπτό λόγο, να διαβάσει ένα απλό κείμενο, η στήριξή του δεν μπορεί να υλοποιηθεί μέσα στην τάξη με 20 και πλέον μαθητές, με το μάθημα να εκτυλίσσεται κανονικά.
Αλλωστε, η γιγάντωση του πανάκριβου ιδιωτικού τομέα, που καλύπτει τα κενά του κατ' όνομα δημόσιου και δωρεάν σχολείου, επιβεβαιώνει τα παραπάνω ως ανάγκη των ίδιων των μαθητών. Οι οικογένειες αναγκάζονται τα απογεύματα να προσφέρουν στα παιδιά τους την εξατομικευμένη, διαφοροποιημένη στήριξη που έχουν ανάγκη, πληρώνοντας αδρά. Προφανώς και στον βαθμό που υποβαθμίζεται η παρεχόμενη Ειδική Εκπαίδευση εντός του δημόσιου σχολείου, μεγαλώνει και η πελατεία των ιδιωτικών κέντρων.
Η εξατομικευμένη, διαφοροποιημένη ειδική επιστημονική στήριξη είναι το βασικό και στοιχειώδες συγκροτητικό στοιχείο της παρέμβασης, καθώς στο πεδίο της Ειδικής Εκπαίδευσης το κάθε παιδί με ειδική εκπαιδευτική ανάγκη ή/και αναπηρία είναι ένα διαφορετικό παιδί, με το δικό του δυναμικό, τις δυνατότητες και ικανότητές του. Στη βάση αυτών, παίρνοντας υπόψη τη δυσκολία - αναπηρία θα πρέπει να διαμορφώνεται το εξατομικευμένο παιδαγωγικό πρόγραμμα, ως προϋπόθεση για τον στόχο της αυτονομίας του κάθε μαθητή.
Τέλος, κάτω από την πίεση και τα αιτήματα των Σωματείων Εκπαιδευτικών και Συλλόγων Γονέων προστέθηκε μια διάταξη ώστε εκπαιδευτικοί Ειδικής Αγωγής να «δύνανται» να υποστηρίζουν μαθητές που το έχουν ανάγκη στο ολοήμερο πρόγραμμα. Βέβαια, κι αυτό προφανώς συγχρονίζεται με το υπόλοιπο αντιεπιστημονικό σκεπτικό που διέπει και το πρωινό πρόγραμμα, με έναν εκπαιδευτικό Ειδικής Αγωγής για όσους μαθητές το έχουν ανάγκη, «εξαφανίζοντας» τον κάθε μαθητή στο «όλον»...
Η θεσμοθέτηση των παραπάνω μέτρων στην Ειδική Εκπαίδευση προφανώς δεν υπηρετεί τις αναβαθμισμένες, σύνθετες ανάγκες των μαθητών με αναπηρία, αλλά τους δημοσιονομικούς «κόφτες».
Οι περικοπές που ενταφιάζουν το παρόν και το μέλλον των μαθητών απορρίπτονται από γονείς και εκπαιδευτικούς Μέσα από τα σωματεία και τους συλλόγους τους, με την οργανωμένη δράση και τον αγώνα, μπορούν να εμποδιστούν τα μέτρα αυτά στην Ειδική Εκπαίδευση. Γιατί το δικαίωμα του παιδιού με αναπηρία στην ολόπλευρη επιστημονική και παιδαγωγική στήριξη είναι αδιαπραγμάτευτο.