Eurokinissi |
Ο σεισμός ήταν αρκετά ισχυρός και είχε διάρκεια. Εγινε ιδιαίτερα αισθητός σε μεγάλο μέρος στα βόρεια του νησιού και πολλοί κάτοικοι του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου και των Χανίων βγήκαν αναστατωμένοι από τα σπίτια τους. Επίσης έγινε αισθητός σε κάποιες περιοχές της Πελοποννήσου, ακόμα και στην Αθήνα. Στη διάρκεια της μέρας συνεχίζονταν μικρότερης έντασης σεισμικές δονήσεις.
Εντονη είναι η ανησυχία των κατοίκων της Κρήτης μετά τον μεγάλο σεισμό των 6,1 Ρίχτερ, καθώς επανέρχεται για άλλη μια φορά το ζήτημα της έλλειψης αντισεισμικής θωράκισης του νησιού και ουσιαστικών μέτρων προστασίας, αφού θεωρούνται κόστος από το κεντρικό κράτος και τις τοπικές αρχές.
Να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη εκδήλωση της ΚΟ Ηρακλείου του ΚΚΕ (18/2/2025), με αφορμή τη σεισμική δραστηριότητα στη Σαντορίνη, είχε αναδειχθεί η αναγκαιότητα της αντισεισμικής θωράκισης με ευθύνη του κράτους, αλλά και οι πάντα επίκαιρες θέσεις του Κόμματος για την πολιτική προστασία συνολικά.
Στο κέντρο του Ηρακλείου υπήρξε κατάρρευση ενός μέρους της πρόσοψης κτιρίου στην 25η Αυγούστου, και ζημιές καταγράφονται κυρίως σε παλιά, ετοιμόρροπα κτίρια, που είναι μερικές εκατοντάδες στην πόλη. Κατολισθήσεις βράχων σημειώθηκαν στην περιοχή Λοφούπολη του Ηρακλείου και στον δρόμο Τέρτσα - Μύρτος στην περιοχή του δήμου Βιάννου, και ο δρόμος παρέμενε κλειστός μέχρι να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου κάποια εκθέματα μετακινήθηκαν στις προθήκες, χωρίς ωστόσο να προκληθούν φθορές, σύμφωνα με όσα είπε στο «Cretalive» ο πρόεδρος του Μουσείου, Ιωακείμ Γρισπολάκης.
Επιπλέον, κομμάτια από την ψευδοροφή σε 4 γραφεία του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο αποκολλήθηκαν και έπεσαν στο πάτωμα, λόγω του σεισμού. Τέλος, αποφασίστηκε για προληπτικούς λόγους όλα τα φαράγγια στο νησί να μη λειτουργήσουν.
Οι περισσότεροι σεισμολόγοι σημειώνουν πως ήταν σωτήριο το ότι το επίκεντρο του σεισμού ήταν σε βάθος και σε θαλάσσια περιοχή.
Από τους πρώτους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν καταγράφονται ζημιές ιδιαίτερα σε σχολικές μονάδες στον δήμο Ηρακλείου, κάτι που δείχνει την έλλειψη προσεισμικών ελέγχων και έργων στατικότητας στα σχολικά κτίρια. Στη Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου έπεσαν σοβάδες στο κτίριο όπου συστεγάζονται το 2ο και το 5ο Δημοτικό Σχολείο, και κρίθηκε αναγκαίο το κλείσιμο ενός εκ των ορόφων του σχολείου, ο οποίος αντιστοιχεί στο 1/3 του κτιριακού συγκροτήματος, ενώ το υπόλοιπο σχολείο θα λειτουργήσει κανονικά. Στο 53ο και 54ο Δημοτικό Σχολείο, λόγω παλιότερων ρηγμάτων αποφασίστηκε να μη λειτουργήσει ένα μέρος των κτιρίων του σχολικού συγκροτήματος .
Η Ενωση Συλλόγων Γονέων Δήμου Ηρακλείου ήρθε άμεσα σε επικοινωνία με τη δημοτική αρχή, και συγκεκριμένα με τον αντιδήμαρχο Παιδείας. Οπως επεσήμανε ο πρόεδρος της Ενωσης, Δημήτρης Δουλουφάκης, με δεδομένα την ηλικία των κτιρίων και το ότι το μεγαλύτερο μέρος των σχολικών μονάδων έχει κατασκευαστεί με παλαιότερους αντισεισμικούς κανονισμούς ο τελευταίος σεισμός αναδεικνύει την ανάγκη όχι μόνο για πρωτοβάθμιους (μακροσκοπικούς) ελέγχους, αλλά και για ενδελεχείς δευτεροβάθμιους προσεισμικούς ελέγχους. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη επικαιροποίησης των σχεδίων διαφυγής σε πολλές σχολικές μονάδες. Σε αρκετά σχολεία παλιότερου σχεδιασμού παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις, όπως:
- Απουσία δεύτερου κλιμακοστασίου.
- Μη απομάκρυνση καυστήρων από διαδρόμους διαφυγής.
- Ελλειψη θυρών εξόδου κινδύνου με μπάρες.
- Ελλειψη κατάλληλων χώρων συγκέντρωσης.
«Η Ενωση θα συνεχίσει αδιάκοπα τον αγώνα της για σύγχρονα και ασφαλή σχολεία για όλα τα παιδιά μας», τονίζεται.
Την ανάγκη λήψης μέτρων αντισεισμικής θωράκισης επεσήμανε με αφορμή τον σεισμό ο Μανώλης Συντυχάκης, βουλευτής του ΚΚΕ. Οπως τόνισε, ιδιαίτερα απαιτείται να ελεγχθούν τα δημόσια κτίρια, νοσοκομεία και σχολεία, καθώς σύμφωνα με επίσημα στοιχεία σε όλη την Ελλάδα έχουν ελεγχθεί μόλις 15 από τα 87 χιλιάδες δημόσια κτίρια.
Μιλώντας χτες στο Κανάλι της Βουλής ο βουλευτής του ΚΚΕ υπογράμμισε ότι ο τελευταίος σεισμός θυμίζει τον μεγάλο σεισμό που έγινε πριν τρία χρόνια στο Αρκαλοχώρι, όπου με ευθύνη της κυβέρνησης οι πληγέντες παραμένουν και ζουν σε κοντέινερ, πολλοί απ' αυτούς δεν έχουν αποζημιωθεί, ενώ ακόμα δεν έχουν εξεταστεί δεκάδες φάκελοι από τις αρμόδιες υπηρεσίες, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού.