Τη διαχρονική επικίνδυνη πολιτική που φέρνει πιο κοντά τα νέα Τέμπη, αποπνέει το νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών για την «αναδιάρθρωση σιδηροδρομικού τομέα και ενίσχυση ρυθμιστικών φορέων μεταφορών», που συζητιόταν χτες στη Βουλή.
Με το νομοσχέδιο προχωρά η αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού τομέα μέσω της απορρόφησης της θυγατρικής εταιρείας ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ από τη μητρική ΟΣΕ ΑΕ και τη μεταφορά αρμοδιότητας διαχείρισης σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού της ΓΑΙΟΣΕ ΑΕ στην εταιρεία Σιδηρόδρομοι Ελλάδος ΜΑΕ. Οι σοβαρές ελλείψεις παραμένουν και οξύνονται, με δεδομένο ότι προχωρά και βαθαίνει η υλοποίηση της πολιτικής της ΕΕ για την «απελευθέρωση» και εμπορευματοποίηση των μεταφορών.
Προφανώς τα όσα προβλέπει το νομοσχέδιο για την ενίσχυση των ρυθμιστικών φορέων μεταφορών δεν αντιμετωπίζουν τα μεγάλα προβλήματα που αποκαλύφθηκαν και με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών. Παρά το γεγονός ότι ο σιδηρόδρομος έχει ανάγκη από μέτρα εκσυγχρονισμού της γραμμής και των εγκαταστάσεων, εγκατάστασης συστημάτων ασφαλείας στην κυκλοφορία και προσλήψεις αναγκαίου προσωπικού με συγκροτημένα δικαιώματα, η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική «κόστους - οφέλους» που θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως και ο προηγούμενος νόμος του 2022 που προέβλεπε την κατάτμηση και τον διαχωρισμό του μεταφορικού έργου και των υποδομών, και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει τον ίδιο στόχο. Δηλαδή, την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών ομίλων στο μεταφορικό έργο και τη διασφάλιση των κερδών τους. Ακόμα, παραμένουν η έλλειψη φωτοσήμανσης, τηλεδιοίκησης, αξιόπιστης επικοινωνίας σε μεγάλο μέρος του δικτύου, προσλήψεις δεν γίνονται, το προσωπικό έχει μειωθεί ραγδαία (από 3.926 σιδηροδρομικοί το 2010, υπάρχουν μόνο 568 μόνιμοι υπάλληλοι, ενώ το σημερινό οργανόγραμμα προβλέπει 2.198), οι εγκαταστάσεις παραμένουν απαρχαιωμένες, ενώ το τροχαίο υλικό που δρομολογείται είναι «γερασμένο».
Η συγχώνευση των εταιρειών και η μετονομασία τους σε Σιδηρόδρομοι ΜΑΕ κρίνεται σκόπιμη και συμφέρουσα για τις συγχωνευόμενες εταιρείες, γιατί θα έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη μικρότερου κόστους λειτουργίας και την εφαρμογή αποτελεσματικότερης διοικητικής οργάνωσης. Και μικρότερο κόστος λειτουργίας θα πει λιγότερο προσωπικό με χαμηλότερους μισθούς.