Σάββατο 16 Νοέμβρη 2024 - Κυριακή 17 Νοέμβρη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 42
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ - ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Το συνθετικό ποίημα «Το άξιον εστί»: Η δύσκολη γέννα μέσα στην απομόνωση και τη σιωπή

«Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα»

Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος κοντά στη θάλασσα, με την οποία έχτισε το ποιητικό σύμπαν του
Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος κοντά στη θάλασσα, με την οποία έχτισε το ποιητικό σύμπαν του
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η κύηση του μεγάλου λαϊκού ποιητικού έργου «Το άξιον εστί» δεν γίνεται ξαφνικά, δεν είναι μια έκρηξη από το πουθενά, δεν είναι δημιούργημα ενός κλεισίματος του ματιού στη μεταπολεμική Ιστορία, με τα ακόμη ζέοντα υλικά της ξένης κατοχής και του σπαρακτικού Εμφύλιου.

Η λέξη μεγάλο, όσο κι αν πετάει απέξω την εκ των υστέρων κριτική ανάγνωση, δεν παύει να λειτουργεί μέσα στην εποχή και για την εποχή της. Η συγγραφή πλέον δεν είναι ασκήσεις πάνω στο χαρτί, πρέπει να σηκώσει ανάστημα, να δείξει ότι έχει τσαγανό και ν' ακούσει τη μουσική, που έρχεται από τις πάνδημες μαζικές κινητοποιήσεις.

Ναι, αυτό το εκτενές, σε όγκο και ποιότητα, έργο, λες και περίμενε τη συνάντησή του με τη μουσική ιδιοφυία του Μίκη Θεοδωράκη, λες και ο Οδυσσέας Ελύτης είχε κατανοήσει ότι στον μελοποιημένο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου - που είχε προηγηθεί - είχε ανατείλει μια νέα εποχή στον ελληνικό μουσικό κόσμο. Και δεν ήταν ψέμα, ήταν αλήθεια.

Μια αλήθεια που έχει τη μοναδικότητά της και πρέπει να μπει στον κανόνα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή η σύζευξη αναπεπταμένου λόγου και γειωμένης μελωδίας, που προκάλεσε τον σπινθήρα της συνέχειας μιας παράδοσης η οποία κρατά από το ανώνυμο δημοτικό: Το άσμα συντονίζεται με τα έργα και τις πράξεις του πρωτογενούς παραγωγού. Πάντα, όμως, έχοντας στον μυελό της ραχοκοκαλιάς του τους λυρικούς της αρχαιότητας και τους Βυζαντινούς υμνογράφους.

Ομως, ας αφήσουμε τον ίδιο τον ποιητή να εξηγήσει το πώς αντιλαμβανόταν αυτήν την γαμήλια ένωση («Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος 118, Οκτώβρης 1964):

«Είναι το πείραμα που έγινε να συνεργασθούν η Ποίηση και η Μουσική. Η Ποίηση που έχει αυξημένες υποχρεώσεις, αφού ξεκινά στην Ελλάδα από ένα "προκεχωρημένο σημείο" και η Μουσική που έχει αυξημένες υποχρεώσεις, όπως έχει λεχθεί, ξεκινά - στην Ελλάδα πάλι - από το "έτος περίπου μηδέν". Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη παράταξη σήμερα, καλόπιστη αυτή, που καταδικάζει στη συνείδησή της του είδους αυτού τη συνεργασία. Είτε γιατί εκτιμά το ποιητικό έργο και αποδοκιμάζει τη σύζευξή του με τη μελωδία. Είτε γιατί εκτιμά τη μελωδία και βρίσκει άτοπο να συνδέεται αυτή μ' ένα κείμενο που δεν της ήτανε απ' αρχής προορισμένο. Τις απόψεις αυτές, πρέπει να πω ευθύς αμέσως, τις κατανοώ και τις σέβομαι, αλλά δεν μού είναι δυνατόν να τις δεχθώ.

Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί»
Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί»
»Φοβούμαι ότι κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλονται στη μακρά συνήθεια που μάς έχει κληρονομήσει η Δύση και που τις υποθάλψανε οι εξατομικευμένες κοινωνίες, να νοούμε τις Τέχνες σαν μονάδες ξεχωριστές και να θεωρούμε βεβήλωση τη σύζευξή τους. Θα μπορούσα να επικαλεσθώ, υποστηρίζοντας την αντίθετη άποψη, τους Αρχαίους Λυρικούς, τους Βυζαντινούς Υμνωδούς, το Δημοτικό Τραγούδι, για να περιοριστώ στην ελληνική παράδοση».

Αλλά, θα επανέλθουμε σ' αυτήν τη τελεσφορούσα σύζευξη σε επόμενο μέρος του αφιερώματος. Ας σταθούμε, σήμερα, στις εικόνες της ερημωμένης και ερειπωμένης Ελλάδας, όπως τις αποτυπώνει ο Οδυσσέας Ελύτης, σε κείμενο που εμπιστεύθηκε, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του μοναδικού αυτού δημιουργήματος του εικοστού αιώνα (Δεκέμβρης 1979), στον καθηγητή νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ. Π. Σαββίδη (1929 - 1995):

Τα σκελετωμένα παιδιά με τα ρουφηγμένα πρόσωπα

«[...] Την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.

Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί»
Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί»
»Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις.

«Ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου»

»Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Ομως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς ε; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη - άκρη ενός χάρτη απίθανου.

«Η διαμαρτυρία μου για το άδικο με τη μορφή εκκλησιαστικής λειτουργίας»

Τρεις μελέτες με μολύβι, με τον τίτλο «17 Νοέμβρη», διά χειρός Πάρι Πρέκα
Τρεις μελέτες με μολύβι, με τον τίτλο «17 Νοέμβρη», διά χειρός Πάρι Πρέκα
»Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά - σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το "Αξιον Εστί"».

ΥΓ. Μέρες της ηρωικής εξέγερσης του Νοέμβρη '73. Ανασύρουμε από το Αρχείο του ΚΚΕ τρεις από τις μελέτες με μολύβι του εικαστικού Πάρι Πρέκα (1926 - 1999), «17 Νοέμβρη». Η δραματικότητα της νευρώδους γραμμής και η έλλειψη αναπαράστασης των προσώπων δείχνουν τη στιγμή ζω - πεθαίνω, προτού ακουστεί ο φρικτός ήχος των ερπυστριών του άρματος μάχης κατά την εισβολή.


Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ