Σκοπός μου ήταν όλο το έργο μου να διέπεται από μία έντονη ταξική σημειολογία. Πηγή για τις εικαστικές αναζητήσεις μου είναι η ζωτική ανάγκη να καταγράψω τον αγώνα για την υπεράσπιση του πανανθρώπινου δικαιώματος στην ελευθερία και στη ζωή. Εμπνευσή μου δεν είναι τίποτα άλλο από τη μαχόμενη στάση όσων ακόμα και ως αιχμάλωτοι δεν παραδίνονται. Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος, ο άνθρωπος του μόχθου, εκείνος που έγνοια του έχει να γυρίσει τον τροχό της Ιστορίας, για το τέλος της βαρβαρότητας. Προσπάθησα το σύνολο του έργου μου να έχει μία ενότητα και συνοχή και ως συνδετικό υλικό είναι πάντα η επίμονη ενασχόλησή μου με την ανθρώπινη μορφή, η οποία γίνεται προσπάθεια να αποδοθεί με τρόπο αφαιρετικό, δωρικό και συχνά τραχύ. Οι σηματωροί μου είναι ακέφαλοι, καθώς εδώ με ενδιαφέρει η στάση του σώματος που συνυποδηλώνει μία ολόκληρη στάση ζωής. Το σώμα δεν είναι στατικό, αλλά αντίθετα κάνει ένα βήμα μπροστά, ανοίγοντας τον δρόμο της διαφυγής και είναι έτοιμος να βαδίσει με ένταση και σταθερότητα επάνω του.
Με το έργο μου προσπαθώ να κάνω μια πολιτική πράξη: Να υμνήσω την πάλη για τη ζωή, σε όλες τις πτυχές της, από την απλή καθημερινότητα και τη βιοπάλη, μέχρι τον οργανωμένο αγώνα. Είναι συνειδητή η στράτευσή μου στο πλευρό της εργατικής τάξης στη δική της «Οδύσσεια», στη μάχη που δίνει, όχι απλά για επιβίωση, αλλά για μια ζωή άξια να την ζει κανείς, με όποιους αγώνες και θυσίες αυτό συνεπάγεται.
Οι σηματωροί δεν είναι άλλοι παρά όλοι εκείνοι που κοιτάζοντας μπροστά στο μέλλον είδαν το όραμα μίας καλύτερης ζωής και στο πρόσταγμα της Ιστορίας έκαναν χρέος και καθήκον τους να διαλαλούν πως ήρθε ο καιρός της αλλαγής. Τα έργα μου θεωρώ ότι λειτουργούν σαν ένας συνδετικός κρίκος της έκθεσης, οδηγώντας συνειρμικά τον θεατή από τον κόσμο της εργασίας, στις «ρωγμές» του σήμερα και στους «σεισμούς» του αύριο. Και αν ήθελα να συνοψίσω σε μία φράση κλείνοντας με κάτι που αντικατοπτρίζει το σήμερα, θα έλεγα πως «πάλι ήρθαν χρόνοι αναγκεμένοι: Ο χοϊκός με το αιώνιο να μετρηθεί».