Ο Β. Παπαβασιλείου στην «Ελένη» |
Οποιοι, όμως, είδαν και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πειραματική παράστασή του 1999, διακρίνουν τη μαγευτική διαδικασία γέννησης και τη μεθοδική, αναλυτική και συνθετική επεξεργασία του σκηνοθέτη Παπαβασιλείου έως να φθάσει ο ηθοποιός Παπαβασιλείου σ' αυτό το υψηλό ερμηνευτικό αποτέλεσμα. Στην πειραματική παράσταση ο Παπαβασιλείου παρίστανε τον εαυτό του, τον σκηνοθέτη Παπαβασιλείου, να συζητά με τον βοηθό του (Νίκο Σακαλίδη) το ενδεχόμενο να ανεβάσει την «Ελένη», για το ποια βιοεργογραφικά στοιχεία του Ρίτσου «φωτίζουν» το συγκεκριμένο έργο και για το πώς νομίζει ότι πρέπει να παιχτεί αυτό το ποιητικό πρόσωπο του Ρίτσου, ερμηνεύοντας ο ίδιος, ενδεικτικά, μικρά αποσπάσματα και σπαράγματα στίχων του έργου. Το πείραμα προοιωνιζόταν κάτι σημαντικό, είτε αν ο Παπαβασιλείου καθοδηγούσε κάποια ηθοποιό στο ρόλο, είτε, πολύ περισσότερο αν τον ερμήνευε ο ίδιος.
Ο Χρ. Τσάγκας στη «Σονάτα του σεληνόφωτος» |
Τα δυο πρόσωπά του δένει ένας αόρατος «κρίκος». Ο «κρίκος» της μνήμης από ένα ευτυχέστερο παρελθόν, της γεύσης των γηρατειών, της μοναξιάς, του «πόθου» του θανάτου, του λυτρωμού τους από το ερημικό παρόν.
Η ηλικιωμένη γυναίκα της «Σονάτας», γαλήνια, τρυφερά, μελαγχολικά ανασκαλεύει τη μνήμη της τετελεσμένης ζωής της και «θωπεύει» τις ευτυχισμένες στιγμές της. Υπό το φως της σελήνης. Αντικρίζει στωικά την ερείπωση και ερήμωση της ζωής της και του σπιτιού της, ενώ στο πρόσωπο του παριστάμενου σιωπηλού νέου, βλέπει το φάσμα του πεθαμένου αγαπημένου. Σ' αυτό απευθύνει τη μόνη, πια, επιθυμία και παράκλησή της. Να τη λυτρώσει από τις μνήμες, παίρνοντάς τη μαζί του στον ου-τόπο.
Στον «Αίαντα» η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, αχρηστευμένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Μια ελεύθερη «ανάγνωση», στο πρόσωπο του «Αίαντα» του Ρίτσου, μπορεί να «δει» τον Αρη Βελουχιώτη και άλλες τραγικές μορφές ηρωικών αγωνιστών του τόπου μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
Ο Χρήστος Τσάγκας επέλεξε τα δύο αυτά ποιητικά κείμενα, έχοντας επίγνωση του ερμηνευτικού εύρους του. Στη «Σονάτα» καταθέτει μια, κυριολεκτικά, συγκλονιστική, στη δουλεμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια, λεπτότατων αποχρώσεων ερμηνεία. Μια, εκπληκτικού, υπεραισθαντικού ψυχοδιανοητικού πλούτου λυρική ελεγεία για τον άνθρωπο, τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο. Στον «Αίαντα» αναγνωρίζει κανείς αφ' ενός τις γνωστές υποκριτικές του δυνατότητες για επικών διαστάσεων ρόλους και αφ' ετέρου την αποκρυσταλλωμένη πείρα του. Ο Αίαντάς του είναι στοχαζόμενο ανθρώπινο πλάσμα, που όσο στοχάζεται, τόσο και πιο βαθιά, οδυνηρά ανοίγει τις πληγές του. Ενα πλάσμα που έλλογα αποφασίζει και προετοιμάζει την παράλογη αυτοχειρία του.
Η σκηνοθεσία του Χρ. Τσάγκα υπηρετήθηκε δημιουργικά από τους Ανδρέα Σαραντόπουλο (σκηνικό - κοστούμια), Παρασκευή Λυκιαρδοπούλου - Λίζα Λυκιαρδοπούλου (ζωγραφικές παρεμβάσεις), Μενέλαο Αναγνώστου (φωτισμοί, μουσική επιμέλεια), αλλά και από την αισθαντική απόδοση ενός χορικού από τον σοφόκλειο «Αίαντα» από τη Μαίρη Ιγγλέση και τη διακριτική, σιωπηλή φιγούρα της Δώρας Θωμοπούλου στη «Σονάτα».