Με ανακοίνωσή της η Ενωση Σκηνοθετών Δημιουργών εκφράζει την αντίθεσή της στο νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, του οποίου η διαβούλευση ολοκληρώθηκε χτες, καθώς, όπως σημειώνει, «το νομοσχέδιο εξαλείφει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και ωθεί την Ελληνική Κινηματογραφική Τέχνη στο έλεος μιας αγοραίας αντίληψης για τον Πολιτισμό».
Οπως σημειώνει, «ο κρίσιμος ρόλος του ΕΚΚ εξαϋλώνεται, αφού δεν υπάρχει καμία σαφής, δεσμευτική, νομική διατύπωση, στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου, με διακριτή πηγή χρηματοδότησης, για την ενίσχυση της Ελληνικής Κινηματογραφίας, από την αρχική ιδέα του δημιουργού, μέχρι την προβολή στις αίθουσες. Παρά το γεγονός ότι η Γενική Διεύθυνση Κινηματογράφου και η Γενική Διεύθυνση Οπτικοακουστικών Μέσων, Τεχνολογίας και Δημιουργίας είναι ξεχωριστές διευθύνσεις, δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή στους τρόπους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, ταυτίζοντας το τηλεοπτικό προϊόν με την κινηματογραφική ταινία (GRGR-FTV).
Ως αποκλειστική διαδρομή χρηματοδότησης εμφανίζεται το cash rebate, αντιμετωπίζεται δηλαδή η Κινηματογραφική Τέχνη μόνο ως επενδυτικό κίνητρο. Ταυτόχρονα, ανεβάζοντας το όριο των επιλέξιμων δαπανών στις 200.000 ευρώ για μεγάλου μήκους μυθοπλασία και 60.000 για ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους - ποσά που είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας - αποκλείεται η πρόσβαση στο cash rebate ενός μεγάλου, κρίσιμου τμήματος της ελληνικής οπτικοακουστικής κοινότητας, νεκρώνοντας εν πολλοίς το "φυτώριο" της ελληνικής παραγωγής».
Οσον αφορά τον ρόλο του σκηνοθέτη - δημιουργού το νομοσχέδιο δεν τον αναφέρει πουθενά, ενώ «αντιθέτως τα όρια των προϋπολογισμών που ορίζονται, τον αποκλείουν διά της πλαγίας οδού. Διαβάζοντάς το, αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι ένα νομοσχέδιο για τον Πολιτισμό, αλλά για τη διευκόλυνση επενδύσεων, στο οποίο ο κινηματογράφος και εν γένει η οπτικοακουστική δημιουργία δεν αντιμετωπίζονται ως Τέχνη, αλλά ως υποπροϊόν της τουριστικής βιομηχανίας.
Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο, που εξακολουθεί να ενισχύει απροκάλυπτα την τηλεοπτική παραγωγή, θέτοντας πολύ χαμηλά όρια προϋπολογισμού, ειδικά για τις τηλεοπτικές παραγωγές άνω των 17 επεισοδίων, ενώ δεν τολμά να θέσει τη νόμιμη καταβολή του 1,5% επί του τζίρου από τους τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλαδικής εμβέλειας ως απαραίτητο όρο για την οικονομική ενίσχυση των παραγωγών τους».
Για το λεγόμενο ψηφιακό αποθετήριο που εξαγγέλλεται, η Ενωση υπογραμμίζει πως «ενώ δηλώνεται ότι η "παράδοση του έργου δεν παρέχει στην εταιρεία εξουσίες εκμετάλλευσης", δεν διευκρινίζεται αν τα έργα του αποθετηρίου θα εντάσσονται στο εθνικό αρχείο, για το οποίο σαφέστατα προβλέπει και εκμετάλλευση, γεγονός που θα καταστρατηγούσε τα θεσμοθετημένα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών οπτικοακουστικού έργου με κίνδυνο την εισαγωγή της λογικής του buy out (εφάπαξ εξαγορά ή παραχώρηση δικαιωμάτων)».
Τέλος, ασαφής είναι «και η εμπλοκή του νέου φορέα στην εκπαίδευση, ενώ είναι αμφίβολο αν έχουν ληφθεί υπόψη τα εργασιακά δικαιώματα και οι επιπτώσεις που θα έχει η κατάρτιση που ευαγγελίζεται για τους επαγγελματίες του χώρου, αντίθετα με το χρόνιο αίτημα όλου του κλάδου για σχολή οπτικοακουστικών τεχνών πανεπιστημιακού επιπέδου».