Πλευρές των εξελίξεων στην οπτικοακουστική παραγωγή
Associated Press |
Παράλληλα με τον οικονομικό ρόλο της οπτικοακουστικής παραγωγής, ενδυναμώνεται και η ιδεολογική αποστολή της στη διασφάλιση της αστικής κυριαρχίας, με τον ασφυκτικό έλεγχο στο περιεχόμενο του οπτικοακουστικού έργου που προβάλλεται στο διαδίκτυο, ένας έλεγχος που φτάνει έως την επιβολή των προβλεπόμενων στον «τρομονόμο» μέτρων καταστολής και ποινικής δίωξης, αν κριθεί ότι μέσα από αυτό υποκινείται η βία, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης η κοινωνική διαμαρτυρία, η ταξική πάλη γενικότερα.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα χρειάζεται να εξεταστούν οι εξελίξεις στον Ο/Α τομέα, που μεταξύ άλλων επικεντρώνονται στη διείσδυση επιχειρηματικών ομίλων στον κινηματογράφο με έξωση των δημιουργών - παραγωγών του έργου τους και την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων με τη μετατόπιση λιμναζόντων κεφαλαίων από άλλους τομείς της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, τα τελευταία δέκα χρόνια πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω αλλαγές στο κινηματογραφικό τοπίο, που εκφράζουν μεταξύ άλλων και τη συνέχεια της φιλομονοπωλιακής πολιτικής από τις διαδοχικές κυβερνήσεις:
Οι κυβερνήσεις, και μέσω του EKOME, προσπάθησαν να καλλιεργήσουν στους δημιουργούς του κινηματογράφου και τους φορείς του, καθώς και στο σύνολο των εργαζομένων σε αυτόν τον τομέα, την ψευδαίσθηση ότι οι μεγάλες επενδύσεις στον τομέα του Ο\Α τομέα, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων θα εξασφαλίσουν δυνατότητες για την ανάπτυξη του εγχώριου κινηματογράφου, της μικρής «ανεξάρτητης» παραγωγής, θα ανοίξουν θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οπου ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως πεδίο επενδύσεων εκεί τα δημιουργικά και εργασιακά δικαιώματα χάνονται. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν τα κράτη των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην κινηματογραφική παραγωγή των οποίων επήλθε δραματική συρρίκνωση μετά την εφαρμογή αντίστοιχων ρυθμίσεων. Στη Βουλγαρία, πραγματοποιούνται μόνο 9 - 10 εγχώριες παραγωγές τον χρόνο, στη Σλοβενία οι εγχώριες παραγωγές λαμβάνουν μόλις 3% - 5% της χρηματοδότησης, αφού το υπόλοιπο 95% - 97% κατευθύνεται σε δράσεις για την προσέλκυση διεθνών παραγωγών. Παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν στη Ρουμανία, στη Λιθουανία, στην Εσθονία. Το τεχνικό δυναμικό των χωρών αυτών γίνεται θύμα σκληρής εκμετάλλευσης από μεγαθήρια της κινηματογραφικής παραγωγής, όπως η «Warner».
Είναι φανερό πως τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού τομέα αναζητούν για την παραγωγή των ταινιών τους χώρες που εξασφαλίζουν την ύπαρξη φθηνού, αλλά εξειδικευμένου, τεχνικού δυναμικού, καθώς και οικονομικές και νομοθετικές διευκολύνσεις (φοροαπαλλαγές, γρήγορες αδειοδοτήσεις, επιστροφή κεφαλαίων κ.λπ.).
Τώρα που έχει συγκεντρωθεί μια αρχική πείρα από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, τροφοδοτώντας με προβληματισμό τον χώρο των δημιουργών και με ανησυχία τον χώρο των εργαζομένων, χρειάζεται μια πιο αποφασιστική αντιπαράθεση στην προσπάθεια πολιτικών δυνάμεων να αναπαράγουν παλιές και να δημιουργούν νέες αυταπάτες. Για παράδειγμα, δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που δρουν στον χώρο αφήνουν έξω από κάθε κριτική τους ιδρυτικούς στόχους και τον χαρακτήρα του ΕΚΟΜΕ, μιλώντας για μια κυβέρνηση ανίκανη ακόμη και να συντονίσει τα υπουργεία της. Ταυτόχρονα, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στον χώρο και από υποστηρικτές της κυβέρνησης της ΝΔ γίνεται προσπάθεια το πρόβλημα να εντοπιστεί στον «αντιαναπτυξιακό» χαρακτήρα της τελευταίας τροπολογίας που εντάσσει στο κίνητρο της επιστροφής χρημάτων (cash rebate) αυξημένο ποσοστό τιμολογίων που κόβονται στο εξωτερικό. Ετσι, οι τελευταίες εξελίξεις διαμορφώνονται ως ένα ακόμα πεδίο πολιτικής συναίνεσης, αφού όλοι μαζί ζητάνε την εφαρμογή της ευρωενωσιακής πολιτικής καθώς και την ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής για τον χώρο του κινηματογράφου, στην οποία θα ηγηθεί το υπουργείο Πολιτισμού.
Η λογική αυτή είναι αποπροσανατολιστική για την πάλη των δημιουργών και των εργαζομένων στον χώρο του κινηματογράφου, γιατί οδηγεί τη συζήτηση στην εθνικότητα του κεφαλαίου και όχι στο ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να στηρίξουν την ανεξάρτητη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, προσφέρουν γην και ύδωρ στο κεφάλαιο για να επενδύσει στην οπτικοακουστική παραγωγή.
Εξιδανικεύει, ταυτόχρονα, την ευρωενωσιακή στρατηγική για τον οπτικοακουστικό τομέα, όπως συμπυκνώνεται στο Πρόγραμμα για τη Δημιουργική Ευρώπη και ειδικότερα στο πρόγραμμα Media, που προϋποθέτει τη μετατροπή των σκηνοθετών και των άλλων συντελεστών του κινηματογραφικού έργου σε υπαλλήλους των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, σε εξαρτήματα της καπιταλιστικής πολιτιστικής μηχανής. Η μόνη ελευθερία που τους επιτρέπεται είναι να επιλέγουν τη μορφή με την οποία θα ανακαινίζουν το παλιό, αμετάβλητο κι ανώδυνο για το σύστημα περιεχόμενο των ταινιών, για να το κάνουν εύπεπτο και ευχάριστο σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό.
Προβάλλει έτσι η ανάγκη για να αναδειχτεί μέσα στη δράση ότι η «ανάπτυξη» της αγοράς, η ενίσχυση δηλαδή της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, όχι μόνο δεν μπορεί να συγκεραστεί με τις δημιουργικές ανάγκες των σκηνοθετών, με τις υλικές και πνευματικές ανάγκες της πλειονότητας του λαού γενικότερα, αντίθετα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε βάρος τους. Η ολοένα και βαθύτερη εμπορευματοποίηση του Ο/Α, η κυριαρχία της λογικής τού «στηρίζουμε ό,τι πουλάει» μαζικά σε διεθνές κοινό, δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί με τη δημιουργία προοδευτικού και με υψηλή αισθητική αξία έργου που να ακουμπά μάλιστα στα ιδιαίτερα βιώματα και να απευθύνεται στα συναισθήματα του ελληνικού λαού.
Μπροστά σ' αυτές τις εξελίξεις, το ζητούμενο από τα καλλιτεχνικά σωματεία και τους μαζικούς φορείς των εργαζομένων του χώρου δεν είναι να πείσουν την κυβέρνηση για να χαράξει «εθνική στρατηγική», προστατεύοντας την εντόπια κινηματογραφική παραγωγή και τις εγχώριες καλλιτεχνικές αξίες. Για την αστική τάξη «εθνικό» είναι ό,τι υπηρετεί τα συμφέροντά της. Ετσι, για την αστική τάξη της χώρας ο κινηματογράφος έχει αξία στο βαθμό που συνδυάζεται με τον Τουρισμό και άλλους κλάδους της οικονομίας, στο βαθμό που προβάλλει στο εξωτερικό τα χιλιόμετρα των υπέροχων ακτογραμμών, τα σκηνικά των πανάρχαιων μνημείων, το πλούσιο και εναλλασσόμενο φυσικό ανάγλυφο και την πρόσφορη για εκμετάλλευση εγχώρια εργασιακή «αγορά». Ολα αυτά δηλαδή που διαφημίζουν τα γραφεία προσέλκυσης και υποστήριξης οπτικοακουστικών παραγωγών, τα περίφημα Film offices, που έχουν σπαρθεί σε κάθε Περιφέρεια και στους δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Για την αστική τάξη, ο κινηματογράφος έχει με λίγα λόγια σημασία στο βαθμό που προασπίζει την οικονομική εξουσία της και την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της. Ετσι η αντίθεση δεν βρίσκεται ανάμεσα στο «εθνικό» και το «διεθνές», αλλά ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους και τους αυτοαπασχολούμενους σκηνοθέτες και άλλους εργαζόμενους - συντελεστές της κινηματογραφικής παραγωγής.
Σ' αυτό το περίγραμμα για τους σκηνοθέτες και τους τεχνικούς του κινηματογράφου προέχει αυτήν τη στιγμή να ενισχυθεί ο αγώνας τους για την υπεράσπιση των δημιουργικών και εργασιακών δικαιωμάτων τους απαιτώντας:
Ενίσχυση της «ανεξάρτητης» κινηματογραφικής δημιουργίας και των δημιουργών με:
Μέτρα στήριξης των σκηνοθετών - παραγωγών του έργου τους, για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας με:
Διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων των μισθωτών στις οπτικοακουστικές παραγωγές:
Η διεκδίκηση των παραπάνω στόχων θα γίνεται όμως πιο αποτελεσματική, θα μπορεί να προκαλεί ρήγματα στην κυρίαρχη πολιτική, όσο θα δυναμώνει η πεποίθηση ότι για να μπορεί ο δημιουργός να είναι πραγματικός ιδιοκτήτης της Τέχνης του, για να μπορεί ο εργαζόμενος στον κλάδο να ικανοποιεί τις σύγχρονες ανάγκες του για εργασία και ζωή με δικαιώματα, για να μπορεί η κινηματογραφική τέχνη να πλουτίζει τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων, αντί ευχάριστα να τους αποκοιμίζει και να τους χειραγωγεί, χρειάζεται μια άλλη ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που μέτρο της προόδου της δεν θα έχει το κέρδος, αλλά την καθολική ευημερία και την εξέλιξη του ανθρώπου σε ολόπλευρο άνθρωπο. Και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια νέα οργάνωση της κοινωνίας, όπου όλα τα κοινωνικά αγαθά, τέτοια όπως η Τέχνη, θα πάψουν να είναι εμπόρευμα και θα περάσουν στον κοινωνικό προγραμματισμό και έλεγχο από τους ίδιους τους δημιουργούς τους.