Κορονοϊός και ιώσεις «γονατίζουν» κλινικές και υγειονομικούς, ενώ η κυβέρνηση αρκείται σε συστάσεις «αυτοπροστασίας»
Eurokinissi |
Ο λαός, «στο ίδιο έργο θεατής», βλέπει τα νοσοκομεία να γονατίζουν ξανά, με το προσωπικό να εξακολουθεί εξουθενωμένο να δίνει τη μάχη μετά από 3 χρόνια απέναντι στην πανδημία και τις υπόλοιπες νόσους, με 2.500 λιγότερους μόνιμους εργαζόμενους και δεκάδες ράντζα στους διαδρόμους.
Τις τελευταίες μέρες οι διασωληνωμένοι με Covid ασθενείς διπλασιάστηκαν, και από 54 στις 24/12 έφτασαν τους 90. Οι εισαγωγές ασθενών με κορονοϊό ξεπέρασαν τις 1.500, αύξηση 50% σε σχέση με δύο βδομάδες νωρίτερα.
Στο μεταξύ, εκτός από τις ουρές στα Επείγοντα των νοσοκομείων, ο λαός στοιχίζεται και στις ουρές των φαρμακείων, τόσο για να κάνει τεστ όσο και για να βρει ακόμα και απλά σκευάσματα, όπως αντιπυρετικά.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση δεν λαμβάνει κανένα μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας ούτε και ενίσχυσης των δημόσιων δομών Υγείας, αλλά περιορίζεται σε απλές συστάσεις για χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους και Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, καταφεύγοντας στη γνωστή τακτική της «ατομικής ευθύνης».
Σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκαν οι συστάσεις της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτακτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας, όπου συζητήθηκαν την περασμένη Πέμπτη. Τα μέτρα επαναλαμβάνονται σαν να μην πέρασε μια μέρα από την έναρξη της πανδημίας, με συστάσεις για ανοιχτά παράθυρα και μάσκα, άμεσο εμβολιασμό των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών και όσων έχουν υποκείμενα νοσήματα.
Ωστόσο η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται να στελεχώσει τις υγειονομικές μονάδες και τις δομές φιλοξενίας ευάλωτου πληθυσμού με προσωπικό και πόρους, αλλά κουνάει και το δάχτυλο στις ομάδες υψηλού κινδύνου «να αναζητούν έγκαιρα ιατρικές συμβουλές, με σκοπό να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και άμεση χορήγηση θεραπείας», όλα με ατομική τους ευθύνη. Επιχειρεί να ενοχοποιήσει τους ίδιους τους πολίτες για τα κενά που σκόπιμα διατηρεί ή δημιουργεί, πετώντας τους το μπαλάκι της ευθύνης «ώστε να αποφύγουμε σοβαρές περιπτώσεις νόσησης και να έχουμε απώλειες συνανθρώπων μας (...) Είναι κρίμα να χάνονται ανθρώπινες ζωές»...
Χαρακτηριστικές είναι άλλωστε οι καταγγελίες για την κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας, που συνεχίζονται αμείωτες τόσο σε αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια.
Μεταξύ άλλων, χωρίς ακτινολόγο σε εφημέρευση βρίσκεται το Νοσοκομείο Νάουσας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών.
Οπως καταγγέλλει η Ενωση Ιατρών Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας Νομού Ημαθίας, λόγω της ταυτόχρονης συνταξιοδότησης στα τέλη του Δεκέμβρη δύο ιατρών διευθυντών ακτινολόγων, της αποχώρησης ακτινολόγου με «μπλοκάκι» εξαιτίας της μη έγκαιρης καταβολής των δεδουλευμένων από τη διοίκηση, καθώς και της αποχώρησης γιατρού που συνέχιζε να εργάζεται παρότι συνταξιούχος, «στο νοσοκομείο παραμένει μόνο μία ιατρός ακτινολόγος επιμελήτρια Β΄, η οποία αναμένεται να καλύψει μόνη της το σύνολο του τακτικού πρωινού ωραρίου των καθημερινών και 8 από τις 31 μέρες του ερχόμενου μήνα εργαζόμενη χωρίς τις προβλεπόμενες μέρες ανάπαυσης (ρεπό) και ωθούμενη στη σωματική, πνευματική και ψυχική εξάντληση.
Προφανώς, ο εν λόγω παράτυπος τρόπος λειτουργίας χωρίς ακτινολόγο σε εφημέρευση, που αναγκάζει τους γιατρούς των άλλων ειδικοτήτων να κάνουν τους ακτινολόγους, υποβαθμίζει το νοσοκομείο, δυσχεραίνει πολλαπλώς τη λειτουργία των υπόλοιπων τμημάτων και θέτει σε σαφή κίνδυνο την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών».
Η Ενωση καταγγέλλει ότι το νοσοκομείο δεν έχει ακόμη προκηρύξει θέσεις ακτινολόγων, ενώ η κατάσταση ήταν απολύτως προβλεπόμενη και τονίζει: «Για άλλη μια φορά ναυαγεί η πολιτική που βλέπει την Υγεία εμπόρευμα κι όχι κοινωνικό αγαθό, που τη βάζει στο οικονομικό "ζύγι" με τη μη έγκαιρη φροντίδα για την κάλυψη των αναγκών παρά μόνο μόλις αυτές προκύψουν με "μπαλώματα" διαφόρων ειδών, λες και δεν πρέπει να συνυπάρξουν έστω για λίγο οι απερχόμενοι γιατροί με τους νεότερους προς ομαλή διαδοχή τους».
Παράλληλα εκφράζει την αποστροφή της για την εφαρμογή πρακτικών του ιδιωτικού τομέα στα νοσοκομεία με την κράτηση σε ομηρία εργαζομένων με τη μη καταβολή δεδουλευμένων και τον εξαναγκασμό τους σε απλήρωτη εργασία. Απαιτεί την άμεση καταβολή των δεδουλευμένων στον απλήρωτο ακτινολόγο.
Τέλος, καλεί τον λαό της περιοχής σε επαγρύπνηση και συνειδητή αγωνιστική συμπόρευση μαζί με τους υγειονομικούς, στην προσπάθεια για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για τη διασφάλιση σταθερών και ποιοτικών υπηρεσιών Υγείας, στον δρόμο για δημόσια και δωρεάν Υγεία για όλους.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Κρήτη, αφού, μετά την υποβάθμιση - κλείσιμο της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του ΠΑΓΝΗ λόγω της υποστελέχωσης, με υποβάθμιση της λειτουργίας τους, κινδυνεύουν και οι δύο μοναδικές Παιδοχειρουργικές Κλινικές του νησιού, στο ίδιο το ΠΑΓΝΗ και στο Νοσοκομείο Χανίων.
Συγκεκριμένα, μετά την πρόσφατη συνταξιοδότηση του ενός από τους τρεις παιδοχειρουργούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, η λύση που επιχειρείται να δοθεί είναι είτε με 15 εφημερίες εκάστου γιατρού από τους εναπομείναντες είτε με τη μετακίνηση γιατρών από την αντίστοιχη κλινική στα Χανιά.
Την πολιτική αυτή των «μπαλωμάτων» που επιχειρείται από το υπουργείο Υγείας, η οποία οδηγεί στην υποβάθμιση της λειτουργίας και των δύο κλινικών, αναδεικνύουν και καταγγέλλουν με κοινή τους δήλωση οι πρόεδροι των Σωματείων Εργαζομένων του ΠΑΓΝΗ και του Νοσοκομείου Χανίων, Δ. Βρύσαλης και Βαρδής Γεωργακάκης, αντίστοιχα.
Σημειώνουν τις τεράστιες ευθύνες του υπουργείου Υγείας, της διοίκησης της 7ης ΥΠΕ και των διοικήσεων των νοσοκομείων. Και τονίζουν: «Είναι εύκολο να παρουσιάζουν σαν λύση είτε τις μετακινήσεις ιατρικού προσωπικού από τα Χανιά (μεταφέροντας εκεί το πρόβλημα), είτε καλώντας τους γιατρούς να κάνουν 15 εφημερίες τον μήνα, προκειμένου να μείνουν πιστοί στην πολιτική που θέλουν τα νοσοκομεία υποχρηματοδοτούμενα, υποστελεχωμένα, με μετακινούμενους εργαζόμενους, την Υγεία με μίνιμουμ παροχές, χωρίς να κάνουν το αυτονόητο: Να προκηρύξουν με άμεσες διαδικασίες και να διορίσουν μόνιμους παιδοχειρουργούς που χρειάζεται ώστε να συνεχίσουν οι κλινικές το έργο τους».
Τέλος, επαναλαμβάνουν τις διεκδικήσεις των σωματείων και των φορέων, για να προχωρήσει η άμεση στελέχωση των κλινικών με fast track διαδικασίες, με το απαραίτητο ιατρικό προσωπικό ώστε να καλύπτονται οι αυξημένες ανάγκες των παιδιών και η ασφαλής εφημέρευση της κλινικής σε καθημερινή βάση.