Η ετοιμότητα των εργαζομένων στους σιδηρόδρομους στις ΗΠΑ να προχωρήσουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις αν δεν ικανοποιούνται ζωτικά και δίκαια αιτήματά τους φαίνεται πως άσκησε πίεση στην εργοδοσία και την κυβέρνηση Μπάιντεν που είχε ρόλο «διαμεσολαβητή», αναγκάζοντάς τους σε παραχωρήσεις.
Οι ηγεσίες των σωματείων περίπου 115.000 Αμερικανών σιδηροδρομικών υπαλλήλων υπέγραψαν συμφωνία με την εργοδοσία (μεταξύ άλλων των σιδηροδρομικών εταιρειών «Union Pacific», BNSF, CSX, «Norfolk Southern» και «Kansas City Southern») και την κυβέρνηση, με τις πρώτες πληροφορίες να αναφέρουν ότι προβλέπει νέες Συλλογικές Συμβάσεις, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των απαράδεκτων ωραρίων, αλλά και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία θα τεθεί προς έγκριση στα μέλη των σωματείων των σιδηροδρομικών.
Ο Ντένις Πιρς, πρόεδρος του σωματείου του κλάδου που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, δήλωσε στο CNN ότι η συμφωνία προβλέπει άμεση αύξηση μισθών κατά 14,1%. Ανέφερε ακόμα ότι προβλέπει βελτίωση στα ωράρια εργασίας, μέρες άδειας μετ' αποδοχών για θέματα υγείας κ.ά.
Σημειώνεται πως πέρα από τα μισθολογικά, οι εργαζόμενοι του κλάδου αντιμετωπίζουν άθλιες συνθήκες και όρους εργασίας.
Οι σιδηροδρομικές εταιρείες απέλυσαν το 30% του προσωπικού τους μέσα στα τελευταία έξι χρόνια και μείωσαν «κόστη» για να αυξήσουν την κερδοφορία τους. Για παράδειγμα, η εταιρεία «Berkshire Hathaway» ανήκει στον δισεκατομμυριούχο Γουόρεν Μπάφετ, που είδε τα κέρδη του να αυξάνονται το τελευταίο τρίμηνο κατά 9,2%, φθάνοντας περίπου τα 1,7 δισ. δολάρια.
Επιπλέον, η εργοδοσία αλλάζει μέχρι την τελευταία ώρα τα ωράρια των σιδηροδρομικών, αναγκάζοντάς τους να κάνουν υπερωρίες και να δουλεύουν ακόμη και 7 μέρες τη βδομάδα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιχειρεί να αξιοποιήσει τη διαμεσολάβησή της στις διαπραγματεύσεις για να ενισχύσει το δήθεν «φιλολαϊκό» προφίλ της, ωστόσο στην πραγματικότητα παρενέβη για να αποσοβήσει συνέπειες στην καπιταλιστική οικονομία από την απεργιακή ετοιμότητα των εργαζομένων.
Χαρακτηριστικά, σε περίπτωση πολυήμερων απεργιών υπολογίζεται πως το κόστος θα ξεπερνούσε τα 2 δισ. δολάρια τη μέρα, καθώς τα τεράστια τρένα θα έπρεπε να αντικατασταθούν άμεσα από 80.000 νταλίκες με ισάριθμο προσωπικό επαγγελματιών οδηγών προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι βασικές μεταφορές εμπορευμάτων. Σε τέτοια περίπτωση, Αμερικανοί οικονομικοί αναλυτές προέβλεπαν νέες αυξήσεις στις τιμές καυσίμων, βασικών τροφίμων και άλλων προϊόντων - την ώρα που ο πληθωρισμός ήδη καταρρίπτει ρεκόρ 40ετίας - καθώς το 30% της μεταφοράς των εμπορευμάτων στις ΗΠΑ γίνεται σιδηροδρομικώς.