Η παραγωγή μικροτσίπ στην Ταϊβάν είναι κρίσιμο στοιχείο στον ανταγωνισμό των μονοπωλίων |
Γεωγραφικά αποτελεί «μέτωπο» στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, την οποία η Κίνα διεκδικεί ως δικά της ύδατα, ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή πιέζουν για παρουσία μέσω της λεγόμενης «ελεύθερης ναυσιπλοΐας». Βρίσκεται επίσης ανάμεσα στη Θάλασσα των Φιλιππίνων και την Ιαπωνία, κράτη με «συμμαχικές» σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Το Στενό της Ταϊβάν είναι η κύρια διαδρομή για τα πλοία που περνούν από την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν προς τα δυτικά, μεταφέροντας εμπορεύματα από ασιατικούς κόμβους εργοστασίων σε αγορές στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και όλα τα ενδιάμεσα σημεία.
Σχεδόν ο μισός παγκόσμιος στόλος εμπορευματοκιβωτίων και το 88% των μεγαλύτερων πλοίων του κόσμου ανά χωρητικότητα διήλθαν από εκεί φέτος, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το «Bloomberg».
Πιο συγκεκριμένα, περίπου το 48% των 5.400 επιχειρησιακών πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο πέρασαν από τα Στενά της Ταϊβάν τους πρώτους επτά μήνες του 2022, μεταφέροντας σε όλο τον κόσμο από ρούχα και συσκευές μέχρι κινητά τηλέφωνα και ημιαγωγούς (μικροτσίπ).
Οποιεσδήποτε ενέργειες πάνω από την Ταϊβάν που επηρεάζουν το Στενό θα ήταν άλλο ένα πλήγμα για την παγκόσμια ναυτιλία, πλήττοντας ιδιαίτερα και την ίδια την Κίνα, και μάλιστα σε μια περίοδο που παρατηρούνται ήδη προβλήματα στον απόηχο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ και οι βασικοί «σύμμαχοί» τους προτάσσουν πως μεγάλο μέρος του Στενού της Ταϊβάν αποτελεί διεθνή ύδατα και στέλνουν τακτικά ναυτικά σκάφη μέσω της πλωτής οδού ως μέρος των «ασκήσεων ελευθερίας ναυσιπλοΐας». Ωστόσο, οι Κινέζοι αξιωματούχοι υποστήριξαν επανειλημμένα τους τελευταίους μήνες ότι το Στενό δεν είναι διεθνή ύδατα σε συναντήσεις με ομολόγους των ΗΠΑ.
Από τη δεκαετία του 1980 η Ταϊβάν μετατρέπεται σε ένα «δυτικό φυλάκιο» - με παραλληλισμούς με το Χονγκ Κονγκ - που έχει προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις. Ενδεικτικά το 2018 οι ξένες επενδύσεις κορυφώθηκαν φτάνοντας τα 7,6 δισ. δολάρια.
Ο τομέας ηλεκτρονικών ειδών της Ταϊβάν προσελκύει το μεγαλύτερο μερίδιο αυτών των ξένων επενδύσεων.
Ωστόσο η σημασία της Ταϊβάν σήμερα για την παγκόσμια βιομηχανία στον οξυμένο τεχνολογικό ανταγωνισμό, που κατά πολλούς θα κρίνει και την «πρωτοκαθεδρία», έγκειται στην κατασκευή των ημιαγωγών (μικροτσίπ).
Οι νέοι, προηγμένοι ημιαγωγοί θα τροφοδοτήσουν ένα νέο άλμα στις αναδυόμενες τεχνολογίες της κβαντικής πληροφορικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της αυτόνομης οδήγησης και των 5G τηλεπικοινωνιών.
Η Ταϊβάν θεωρείται παγκόσμια υπερδύναμη στα τσιπ 3 και 5 νανομέτρων. Η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company) αυτήν τη στιγμή ελέγχει το 92% της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ 10 νανομέτρων και κάτω.
Η Κίνα εισάγει ημιαγωγούς από την Ταϊβάν, αλλά όχι απεριόριστα και χωρίς εμπόδια. Το πιο μεγάλο πρόβλημα της Κίνας, όμως, είναι ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ εισάγουν ημιαγωγούς από την Ταϊβάν.
Οι ΗΠΑ εξαρτώνται πλέον από την παραγωγή της Ταϊβάν. Το 2020, το 72% των μικροτσίπ που χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του στρατού, προέρχονταν από την Ταϊβάν. Αν η Ταϊβάν εξελισσόταν σε κινεζικό έδαφος, θα ήταν μεγάλο το πλήγμα για τις ΗΠΑ και το γεωπολιτικό - οικονομικό προβάδισμα για την Κίνα.
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη, καθώς οι εφοδιαστικές ανάγκες της σε ημιαγωγούς καλύπτονται κατά τουλάχιστον 50% από την Ταϊβάν. Επίσης εισάγει από την Κίνα και τη Νότια Κορέα.
Τα τελευταία χρόνια, ΗΠΑ και ΕΕ προχωρούν σε βήματα ώστε να απεξαρτηθούν από τις ασιατικές αγορές στην παραγωγή μικροτσίπ, που χαρακτηρίζεται πλέον στρατηγικής σημασίας κλάδος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σκοπεύει να επενδύσει 43 δισ. ευρώ για τη δημιουργία βιομηχανίας τσιπ σε ευρωπαϊκό έδαφος, ενώ οι ΗΠΑ θα διαθέσουν 52 δισ. δολάρια για τον ίδιο σκοπό.