Είναι πια γεγονός ότι οι νέες Ελληνίδες συμμετέχουν σ' όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ήδη έχουν ξεπεράσει στα πανεπιστήμια τους συνομηλίκους τους πτυχιούχους και κατόχους διδακτορικών και άλλων μεταπτυχιακών τίτλων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο σύνολο των πτυχιούχων ΑΕΙ του έτους 1999-2000 το ποσοστό των κοριτσιών ήταν 61,2%. Μόνο στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο τα αγόρια εξακολουθούν να κρατούν τα πρωτεία, ενώ τα κορίτσια είναι... μόνο 34,1%.
Το ερώτημα είναι τι γίνεται... μετά. Σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές, η ανεργία γενικά των νέων μέχρι 25 χρόνων φτάνει το 37,5% και σ' αυτό το ποσοστό οι νέες κατέχουν το 65% του συνόλου. Οταν εργάζονται - ακόμα και οι γυναίκες επιστήμονες - έχουν μικρότερες αμοιβές από τους άντρες συναδέλφους τους και μικρότερες προοπτικές εξέλιξης, ενώ πολλές ετεροαπασχολούνται. Στην Ελλάδα το 38% των επιστημόνων που προσλαμβάνονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι γυναίκες. Οι συγκεκριμένες συμβάσεις έχουν συνήθως διάρκεια ενός έτους.
Εχουν δε ακριβώς τα ίδια εκπαιδευτικά και ερευνητικά καθήκοντα με τους συναδέλφους τους που εργάζονται με μόνιμη απασχόληση, αλλά στην πράξη κανένα από τα δικαιώματά τους. Δεν μπορούν να έχουν δικό τους εργαστήριο και δεν μπορούν να επιβλέπουν (τουλάχιστον όχι επίσημα) τις εργασίες μιας διατριβής. Δε δικαιούνται πρόσβασης στα κονδύλια που χορηγεί το υπουργείο Παιδείας στο πανεπιστήμιο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα ποσοστά καθηγητριών στο πανεπιστήμιο το 1997-'98: Καθηγήτριες, ποσοστό 9,5% του συνόλου, αναπληρώτριες καθηγήτριες 20,3%, επίκουροι καθηγήτριες 30,6%.
Είναι συχνό το φαινόμενο οι γυναίκες να απομακρύνονται από την επιστήμη τους μπροστά στις δυσκολίες και έτσι η έρευνα να τις χάνει. Αυτό δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο: Σ' όλη την Ευρώπη οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στους τομείς της επιστήμης και της έρευνας και καταλήγουν να είναι ένα είδος πνευματικού προλεταριάτου. Υπάρχει η τάση απομάκρυνσής τους από τον ακαδημαϊκό βίο προτού αποκτήσουν θέση που θα τους επιτρέψει να σταδιοδρομήσουν στον τομέα (όπως μόνιμη θέση απασχόλησης). Πολλές εργάζονται με μερική απασχόληση. Είναι λοιπόν υποδεέστερη η θέση των γυναικών επιστημόνων σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους.
Μια πολύ πρόσφατη μελέτη «Για την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα», που έγινε από ερευνήτριες του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), ήταν αποκαλυπτική για τα κίνητρα και τα μέτρα που χρειάζεται να πάρει το κράτος ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή των γυναικών στην επιστημονική έρευνα. Το δείγμα της επιτόπιας έρευνας ερευνητικού δυναμικού περιέλαβε 237 ερωτηματολόγια σε σύνολο 1.157 εργαζομένων, που καταγράφηκαν στη βάση δεδομένων, καλύπτοντας έτσι το 20% του ερευνητικού δυναμικού της χώρας. Τα στοιχεία προέρχονται από το ΕΚΚΕ και τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), που εποπτεύει τα ερευνητικά κέντρα όπου έγινε η μελέτη, όπως ο «Δημόκριτος», το ΚΕΠΕ μέχρι και το Κέντρο Ερευνας Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη διάκριση κατά φύλο, έτσι ώστε οι γυναίκες να αποτελούν συνολικά το 70% του επιλεγμένου δείγματος. Η επιτόπια αυτή έρευνα, που έχει τελειώσει, έγινε από τις: Αφροδίτη Τεπερόγλου, Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη, Ιωάννα Τσίγκανου και Μαρία Τσετσοπούλου. Τα αποτελέσματα είναι ενδεικτικά για τις διακρίσεις που αντικειμενικά εμφανίζονται ανάμεσα στα δύο φύλα και στον τομέα της επιστήμης και της έρευνας, και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες επιστήμονες- ερευνήτριες στο έργο τους όταν αυτό παράγεται με μισθωτή δουλιά, γεγονός που επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα λήψης μέτρων διευκόλυνσής τους, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν σ' αυτό.
Πώς θα προωθηθεί η συμμετοχή των Ελληνίδων στην έρευνα; Οσοι-όσες συμμετείχαν και απάντησαν στα ερωτηματολόγια έκαναν συγκεκριμένες προτάσεις σε ό,τι αφορά στην κρατική πολιτική. Από τα πιο σημαντικά αιτήματα, αυτά που έχουν σχέση με την πολιτική γύρω από την οικογένεια, προκειμένου η ερευνήτρια-εργαζόμενη μητέρα να διευκολυνθεί στην εργασία της. Ειδικότερα:
- Δημιουργία βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών. Αίτημα στο οποίο δόθηκε πολύ μεγάλη έμφαση.
- Στήριξη της οικογένειας. Διευκολύνσεις στις μητέρες, όπως άδειες μητρότητας, γονική άδεια για μεγάλο διάστημα και για τους άνδρες αν το επιθυμούν.
- Η οικονομική βοήθεια προς τις οικογένειες να εξαρτάται από τον αριθμό των παιδιών, ακόμη και για το πρώτο.
- Να μην αποτελεί η εγκυμοσύνη ανασταλτικό παράγοντα στην εργασία-εξέλιξη της γυναίκας ερευνήτριας.
Οι ερωτώμενοι-ες με έμφαση αναφέρονται στις καλύτερες αμοιβές, στα επιμίσθια, τονίζοντας ότι τα οικονομικά αυτά αιτήματα μπορούν να συμβάλουν στην αναβάθμιση της έρευνας στον τόπο μας, αν και από μόνα τους δεν αρκούν. Σε ό,τι αφορά στις εργασιακές σχέσεις, ζητείται η μείωση του ορίου για συνταξιοδότηση καθώς και η θεσμική κατοχύρωση αδειών μεγάλης διάρκειας, χωρίς απώλεια θέσης. Επιζητούν ακόμη χρηματοδότηση από το κράτος για επιμόρφωση των επιστημόνων και των ερευνητών και ερευνητριών.
Επιμένουν ταυτόχρονα στην αναγκαιότητα κρατικής επιχορήγησης στον τομέα της έρευνας προκειμένου αυτή να μην εξαρτιέται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και να μην επικεντρώνεται στο πώς θα υπηρετήσει τα κέρδη, επισημαίνοντας ότι σήμερα είναι κυρίως προσανατολισμένη σ' αυτό το σκοπό. Ενδεικτικό είναι ότι θεωρούν πως σήμερα δεν υπάρχει τέτοια πολιτική από το κράτος για την έρευνα, έτσι που να φαίνεται πως δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον γι' αυτήν στη χώρα μας.