Κριτική για την παράσταση «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη
Το προσωπικό αφήγημα γίνεται συλλογικό αφήγημα, που περνάει στην πλατεία μαζί με συμπεράσματα για το σήμερα. «Εσείς του κόσμου οι τρανοί, ακούσατε ποτέ τέτοια φωνή;», λέει ο αφηγητής διά στόματος Νικήτα Τσακίρογλου. `Η ακόμα, όταν ο άλλος Νικήτας, αυτός του έργου, λέει: «Κάντε πέρα κατεργαραίοι! Εφτασε η βάρδιά μου!», αφήνοντας υπόνοια για τη βάρδια της εργατικής τάξης στην εξουσία, σε μια περίοδο που το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο είναι πραγματικότητα.
Κατά καιρούς, πολλές παραστάσεις που αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα του τόπου μας λειτουργούν εθιμοτυπικά, κατά κύριο λόγο ως «επέτειοι μνήμης». Στον αντίποδα, τα «Ματωμένα Χώματα», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, καθ' όλη τη διάρκεια της δίωρης παράστασης διερευνούν το «γιατί». Δεν ηρωοποιούν τους ανθρώπους, αλλά φέρνουν «ήρωες» και «κοινό» αντιμέτωπους με την επιλογή στάσης και τους οδηγούν στο να βγάλουν συμπεράσματα, να καταδείξουν τους ενόχους. Αναπόδραστα αυτοί οι ένοχοι δεν μπορεί να είναι άλλοι από την αστική τάξη και τους συμμάχους της, που κηρύσσει πολέμους και οδηγεί στην προσφυγιά πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι ερμηνείες είναι πλασμένες για να αναδείξουν τους ανθρώπους του μόχθου. Δεν υπάρχουν ηρωικές μορφές, παρά άνθρωποι, που μέσα από την ανάγκη της στιγμής και των αποφάσεων διαμορφώθηκε η συνείδησή τους. Η πίστη και η αφοσίωσή τους έγιναν οργή, αφού στο τέλος «ο κοσμάκης θα πληρώσει τα σπασμένα», όσο υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στον κόσμο. Ο Μιχάλης Σαράντης (Μανώλης Αξιώτης), με μια ερμηνεία γεμάτη ενεργειακό βάθος και ρωγμές, δεν είναι ένας ήρωας που είναι πάνω από τους άλλους, αλλά μέσα από εκείνους παίρνει δύναμη. Επηρεάζεται από γνωστούς, φίλους, το οικογενειακό περιβάλλον, πιστεύει στη ζωή και συνταράσσεται από αυτήν. Ο Νικήτας Τσακίρογλου λειτουργεί παράλληλα στον ρόλο του αφηγητή και γίνεται η γέφυρα μεταξύ της γενιάς των ερμηνευτών και της δικής του, φέροντας στους ώμους του τη μακροχρόνια εμπειρία του. Ο Αντίνοος Αλμπάνης, ως «Νικήτας Δροσάκης», καταφέρνει να πραγματώσει το ιδεολογικό αντίβαρο του ήρωα σε μια δύσκολη σκηνή έντασης μέσα στα χαρακώματα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με τη λειτουργία του χορού, εναλλάσσονται παίζοντας αρκετούς ρόλους και δημιουργούν ένα ισχυρό ανσάμπλ χωρίς σκαμπανεβάσματα και ανισορροπίες. Ιδιαίτερος, σαν μέρος του συνόλου που εκπλήσσει ευχάριστα, είναι ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, που έχοντας κατά κύριο λόγο τον ρόλο του παπά του χωριού, οδηγείται σε δύο υψηλής ερμηνευτικής αξίας μονολόγους στο τέλος του έργου. Ο ίδιος μαζί με τον σκηνοθέτη υπογράφουν τη διασκευή του έργου, που είναι προσεγμένη για την πιστότητα και τη λειτουργικότητά της. Πιστά τα κουστούμια και τα σκηνικά της Νατάσσας Παπαστεργίου, καθώς μεταφέρουν την αίσθηση της εποχής. Ευφυείς οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτύρα, που εντάσσονται στον σχεδιασμό των βιντεοπροβολών χωρίς να τις ακυρώνουν. Ενδιαφέρουσα η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου, η οποία, εκτελεσμένη ζωντανά από τον Αθηνόδωρο Καρκαφίρη και τον Βαγγέλη Παρασκευαΐδη, δίνει την αίσθηση της εσωτερικής μελωδίας του ήρωα και υπογραμμίζει τα εμπόδια και τις δυσκολίες όλης αυτής της διαδρομής.
Η παράσταση παίζεται σήμερα Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους στις 21.30 και αύριο Παρασκευή στην Αθήνα, στο «Faliro Summer Theater» στις 21.30 (εισιτήρια από 15 ευρώ).