Στην Αθήνα «ντεμπουτάρισε» 19 χρονών στον «Μεσσία» του Χαίντελ, ενώ τον Μάη του 1953 έφτασε στο Μιλάνο και έλαβε μέρος αμέσως σε ένα έργο του Ρομπέρτο Χάτσον στο Μιλανέζικο «Αντζέλικουμ». Ο Χάτσον (Hazon) μάλιστα συνέθεσε κατόπιν και άλλα έργα ακριβώς για την μοναδική φωνή της Γκαραζιώτη.
Στα 1954 κέρδισε τον «Ασημένιο Ορφέα» και το 1955 ένα ακόμη βραβείο μαζί με υποτροφία για να σπουδάσει στη Σκάλα του Μιλάνου. Στον «ιερό» αυτόν ναό της Τέχνης μπήκε μαζί με άλλους μετέπειτα μεγάλους καλλιτέχνες, όπως τον Τζιόρτζιο Ταντέο, την Ιλβα Λιγκαμπούε κ.ά. Μετά από αυτό τραγούδησε σε όλα τα σημαντικά λυρικά θέατρα της Ιταλίας συμπεριλαμβανομένης και της Σκάλας, όπως στο «Σαν Κάρλο» της Νάπολης, στο «Φοίνικα» της Βενετίας, στην Οπερα και στις Θέρμες του Καρακάλλα της Ρώμης, στο «Κάρλο Φελίτσε» της Φλωρεντίας κ.α. Στο εξωτερικό εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο «Κόβεντ Γκάρντεν» του Λονδίνου, στο «Λισέου» της Βαρκελώνης, στην Οπερα του Αμστερντάμ και σε όλα τα μεγάλα γερμανικά θέατρα, όπως τη Βαυαρική Οπερα του Μονάχου, την Οπερα του Βερολίνου κ.α.
Το ρεπερτόριό της ήταν ευρύτατο, ξεκινώντας από τον 17ο αι. και διέπρεψε σε έργα των Βέρντι και Βάγκνερ. Είχε την ευμενέστατη τύχη να την διευθύνουν οι σημαντικότεροι μαέστροι της όπερας όπως οι θρυλικοί Σεραφίν, Γκαβατζέννι, Βιττόριο Γκούι, Αντονίνο Βόττο και Μολινάρι-Πραντέλλι, αλλά και ο Σέρχεν, ο Παουμγκάρτνερ, ο Πίτερ Μάαγκ κ.ά.
Η Γκαραζ(τσ)ιώτη εμφανίστηκε επανειλημμένα και σε πολλούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς της Ευρώπης, ενώ η βαθιά χαρακτηριστική φωνή της με το στεντόρειο «μέταλλο» αποτυπώθηκε σε αρκετές ηχογραφήσεις των εταιρειών «Philips», «Angelicum», «Picket», «Cetra» και «EratoCurci». Εκτός από έργα του ρεπερτορίου των Βέρντι, Βάγκνερ, Τσαϊκόφσκι, Χαίντελ Μπαχ κ.ά., αποτύπωσε σε δίσκο και κάποια σπάνια των Σαρπαντιέ, Βόλφ - Φεράρι, Βιβάλντι, Μπάνφιλντ, Πιτσέττι, Φλάβιο Τέστι κ.ά.