Γιατί τα ψέματα έχουν τελειώσει από καιρό. Γιατί τα χειρότερα είναι μπροστά. Κι αυτό που διαισθάνονται οι άνθρωποι της δουλιάς, το γνωρίζει από πρώτο χέρι η κυβέρνηση και θέλει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σιωπή γύρω από το σύνολο της πολιτικής της.
Τα 0,49 ευρώ έχουν ήδη εξανεμιστεί πριν ακόμα καταβληθούν. Κι έτσι μια συζήτηση για τους μισθούς παραπέμπει αναγκαστικά στο σύνολο του επιπέδου ζωής. Μια τέτοια συζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στην καλπάζουσα ακρίβεια «για να γίνουμε Ευρωπαίοι και στις τιμές». Φέρνει, για παράδειγμα, στην επιφάνεια και τα αμύθητα ποσά που αρπάζονται από τις τσέπες των εργατών, όταν τολμούν να θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο όχι μόνο λειτουργεί για να παράγει εκπαιδευμένους μισθωτούς σκλάβους αλλά και τέτοιους σκλάβους που να έχουν πληρώσει ακριβά και προκαταβολικά στ' αφεντικά τους αυτήν την εκπαίδευση.
Μια συζήτηση για το εισόδημα παραπέμπει, επίσης, ευθέως στα ακόμα περισσότερα που κοστίζει η υγεία. Στους τρελούς φόρους που πληρώνουν άμεσα και έμμεσα οι εργαζόμενοι, για να παρέχεται όλο και περισσότερο κρατικό - δημόσιο χρήμα στο κεφάλαιο και να αυξάνονται ταυτόχρονα τρομακτικά οι μηχανισμοί αστυνόμευσης και καταστολής, τόσο αναγκαίοι στην άρχουσα τάξη για να προλάβει δυσάρεστες γι' αυτήν εξελίξεις.
Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς θα ανοίξει μια συζήτηση για τους μισθούς, όπως και μια συζήτηση για την Υγεία, την Παιδεία, την Ασφάλιση, την ανεργία όταν αυτές οι συζητήσεις οδηγούν πλέον όχι μόνο σε διαπιστώσεις, αλλά όλο και περισσότερο σε αναζήτηση διεξόδου; Και μια τέτοια αναζήτηση όταν οδηγεί σε δρόμους που συμφέρουν την εργατική τάξη, πάση θυσία πρέπει να αποφευχθεί. Κι όταν η συζήτηση γίνεται αναπόφευκτη, σειρά έχουν οι «σύγχρονες» ορολογίες για τη συνέχιση της εξαπάτησης.
Περιθώρια για αναζητήσεις διεξόδου υπέρ των εργατών δεν αφήνει ούτε ο Β. Ντόιζεμπεργκ της Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Ζήτησε ευθέως συνέχιση των πολιτικών λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις.
«Δραστήρια γήρανση», λοιπόν, η οποία όπως λέει επί λέξει η Επιτροπή στο κείμενό της «θα έχει μείζονα θετικό αντίκτυπο στην οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων συντάξεων και Υγείας». Ομως τα ευρωπαϊκά κοινωνικο - ασφαλιστικά συστήματα καταρρέουν, γιατί το κεφάλαιο όχι μόνο δεν πληρώνει για τη βλάβη που προκαλεί η δράση του στον εργαζόμενο πληθυσμό, αλλά και αξιώνει να κερδίσει περισσότερα, εξαναγκάζοντας τα θύματά του να πληρώσουν κι άλλο. Να πληρώσουν, παραμένοντας στη δουλιά ώσπου να πεθάνουν, να πληρώσουν ρίχνοντας τις εισφορές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστηριακό τζόγο. Να πληρώσουν και με τη μετατροπή του όποιου δημόσιου συστήματος Υγείας παραμένει ως τέτοιο σε απόλυτα ιδιωτικοποιημένο.
Πρέπει να είναι και μια πρώτη απάντηση στον υπουργό Εργασίας, ο οποίος την ώρα που η κυβέρνησή του οργανώνει τη μεγάλη ανατροπή σε Ασφάλιση και Υγεία δηλώνει ότι «στο τέλος θα βγούμε όλοι νικητές», εξομοιώνοντας εργάτες και αφεντικά, ταυτίζοντας στις συνειδήσεις ως κοινό το συμφέρον των εργατών με την κυβέρνηση των αστών.
Να είναι μια απάντηση στην υπογραφή της κυβέρνησης στο κείμενο συμπερασμάτων του Συμβουλίου Υπουργών Εργασίας (18-19 Γενάρη 2002 στο Μπούργκας της Ισπανίας) που εξηγεί πώς θα «βγούμε όλοι νικητές»: «Με επέκταση του εργασιακού βίου, αποθάρρυνση της πρόωρης συνταξιοδότησης, ενθάρρυνση της παραμονής ασφαλισμένων στην αγορά εργασίας»!
Τα συλλαλητήρια οφείλουν να δώσουν τέτοια απάντηση, που να μην μπορούν κυβερνητικά στελέχη σαν τον υφυπουργό Ασφαλίσεων να δηλώνουν «δε θέλουμε να βλάψουμε κανέναν, θέλουμε το ενιαίο καλό». Να κάνουν καθαρό πως στη συνείδηση των εργατών αυτή η κυβέρνηση, αυτή η πολιτική, και να βλάψει θέλει και για ένα μόνο καλό νοιάζεται: Τους εργάτες χτυπάει, για τους αστούς δουλεύει.