Περιοδεία του μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και βουλευτή στο Μαντούδι
Ειδικότερα, με αφορμή τα προβλήματα που προκλήθηκαν για μία ακόμη φορά από τη βροχόπτωση στις αρχές της βδομάδας και την υπερχείλιση του ποταμού Κηρέα, ο Γιώργος Μαρίνος, συνοδευόμενος μεταξύ άλλων από τον Βασίλη Παπασωτηρίου, μέλος της ΕΠ Ανατ. Στερεάς και Εύβοιας, και τον Στάθη Λιαγκάκη, δημοτικό σύμβουλο με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», επισκέφθηκε την περιοχή, όπου διαπίστωσε ότι ελάχιστες παρεμβάσεις έχουν γίνει για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την προστασία του λαού της περιοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες ώρες βροχής ήταν αρκετές για την υπερχείλιση του ποταμού και τη διακοπή της κυκλοφορίας στον δρόμο που συνδέει το Προκόπι με το Μαντούδι. Κι αυτό λίγους μήνες μετά τα σοβαρά προβλήματα που είχαν προκαλέσει πλημμύρες στην περιοχή τον Απρίλη και μόλις δύο χρόνια από τα πλημμυρικά φαινόμενα που στοίχισαν τη ζωή σε συνανθρώπους μας. Αυτό που μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με την πρώτη ματιά, ήταν, ότι, το ποτάμι στα επικίνδυνα σημεία του δεν είχε καθαριστεί, ώστε τα νερά να αποκτήσουν ροή και να αποφευχθεί η υπερχείλισή τους, ενώ τεράστιοι κορμοί δέντρων βρίσκονταν στην κοίτη, η έκταση και το βάθος της οποίας ήταν περιορισμένη από τα φερτά υλικά.
Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι παρά τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία, το Κέντρο Υγείας Μαντουδίου, που εξυπηρετεί την ευρύτερη περιοχή, με αρκετούς ηλικιωμένους κατοίκους και αρκετά μακριά από το πιο κοντινό νοσοκομείο που είναι της Χαλκίδας, δεν έχει ενισχυθεί με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και οι ελλείψεις παραμένουν.
Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι δεν έχει αντιμετωπιστεί ούτε η αδυναμία πραγματοποίησης αιματολογικών εξετάσεων, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της περιοχής θα πρέπει είτε να περιμένουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων που στέλνονται μία φορά τη βδομάδα στο νοσοκομείο Χαλκίδας ή να απευθυνθούν σε ιδιωτικά μικροβιολογικά κέντρα.
«Στην επίσκεψή μας στις περιοχές του Μαντουδίου - Προκοπίου έπειτα από τα πλημμυρικά φαινόμενα των προηγούμενων ημερών γίναμε, για ακόμη μια φορά, μάρτυρες της συνεχούς υποβάθμισης των δημόσιων υποδομών, της χρόνιας υποβάθμισης των αντιπλημμυρικών έργων», τόνισε σε δήλωσή του ο Γιώργος Μαρίνος.
Και επισήμανε: «Με μόλις μια νεροποντή που κράτησε ούτε καλά καλά μια νύχτα, είχαμε τα γνωστά φαινόμενα να κόβεται το οδικό δίκτυο, ο ποταμός Κηρέας να υπερχειλίσει ακόμη μια φορά. Ειδικά σε μια περιοχή, όπως το Μαντούδι, που στο πολύ πρόσφατο παρελθόν έχει δοκιμαστεί από αντίστοιχες καταστάσεις μετρώντας νεκρούς, κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης στο όνομα των φαινομένων πέφτει πραγματικά στο κενό. Διαπιστώσαμε πως το ποτάμι παραμένει ουσιαστικά ακαθάριστο, χωρίς τις απαραίτητες εργασίες για την αντιπλημμυρική προστασία, πράγμα που επανειλημμένως έχουμε τονίσει εδώ και αρκετά χρόνια. Το πάθημα δεν γίνεται μάθημα, γιατί τα έργα προστασίας της ζωής και της περιουσίας του λαού θυσιάζονται στον βωμό της πολιτικής που υπηρετεί τα μεγάλα συμφέροντα. Η κυβέρνηση, ο δήμος και η Περιφέρεια έχουν μεγάλες ευθύνες καθώς ο χειμώνας είναι μπροστά μας. Εδώ και τώρα, και πριν να μετρήσουμε και άλλες καταστροφές και θύματα πρέπει να εκτελεστούν τα απαραίτητα έργα χωρίς καμία καθυστέρηση».
Αναφορικά με το ΚΥ Μαντουδίου σημείωσε:
«Η ίδια κατάσταση επικρατεί όπως διαπιστώσαμε και στις δημόσιες δομές Υγείας, ειδικά στο ΚΥ Μαντουδίου. Τι κι αν μετράμε στην Ελλάδα χιλιάδες νεκρούς από την πανδημία, οι υποδομές και το προσωπικό στην περιοχή είναι σαν να μη συνέβη τίποτα. Συνεχίζεται το άθλιο καθεστώς των ελλείψεων σε ειδικότητες ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού. Ειδικά το απαράδεκτο πρόβλημα των αιματολογικών εξετάσεων που δεν πραγματοποιούνται στο ΚΥ αλλά κάθε Τρίτη στο νοσοκομείο Χαλκίδας. Σε αυτήν την περιοχή πράγματα αυτονόητα, όπως επείγουσες και βασικές αιματολογικές εξετάσεις σε οποιονδήποτε ασθενή στο ΚΥ δεν πραγματοποιούνται διότι δεν υπάρχει εξοπλισμός. Εδώ και τώρα να παρθούν μέτρα ουσιαστικής ενίσχυσης των υποδομών Υγείας στην περιοχή που σε συνδυασμό με την κατάσταση του οδικού δικτύου αποκλείεται συνεχώς. Τα ουσιαστικά μέτρα προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων της περιοχής να μπουν στο επίκεντρο του αγώνα των συλλογικών φορέων και ευρύτερα του εργατικού κινήματος στην περιοχή».