Ο Γ. Δελής απαίτησε από τον υφυπουργό να απαντήσει «τι θα κάνει η κυβέρνησή σας για να μη χαθεί άλλο ένα 6μηνο, να διασφαλιστεί η λειτουργία του Τμήματος με μόνιμο προσωπικό προκειμένου να διδάσκονται όλα τα μαθήματα, και να ληφθούν όλα τα αντίστοιχα μέτρα για φοιτητική μέριμνα και σίτιση. Να εκσυγχρονιστεί το ίδιο το περιεχόμενο της Σχολής και να αντιστοιχηθεί στις νέες σύγχρονες ανάγκες».
Οπως ανέφερε ο βουλευτής του ΚΚΕ, τόσο τα θεωρητικά μαθήματα όσο και τα εργαστηριακά και νοσοκομειακά βρίσκονται «στον αέρα», αφού δεν έχουν εξασφαλιστεί οι στοιχειώδεις ανάγκες σε διδακτικό και λοιπό προσωπικό, σε αίθουσες και υποδομές. Στο «πανεπιστημιακό» κατά τ' άλλα Τμήμα υπάρχουν μόνο δύο μικρές αίθουσες: Μία με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι για πέταμα, και μία αίθουσα εργαστηρίου, με απαρχαιωμένο εξοπλισμό.
Καθώς δεν υπάρχουν αμφιθέατρα, τα θεωρητικά μαθήματα διεξάγονται στον κινηματογράφο του Διδυμοτείχου, ενώ η πρακτική άσκηση των φοιτητών πραγματοποιείται στο Γενικό Νοσοκομείο Διδυμοτείχου, που ούτε στο ελάχιστο δεν θυμίζει Πανεπιστημιακό Κέντρο Υγείας. Δεν υπάρχουν εστίες, ούτε κάποια πρόβλεψη να νοικιαστούν δωμάτια για τους φοιτητές.
Τα παραπάνω προβλήματα επιτείνονται στο έδαφος της πανδημίας, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η υγεία φοιτητών και εργαζομένων, η μόρφωση των παιδιών θυσιάζεται διαχρονικά από τις κυβερνήσεις στο βωμό της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ και της σύνδεσής τους με τα επιχειρηματικά συμφέροντα, κλαδικά και περιφερειακά.
Απαντώντας ο υφυπουργός απέδωσε τα προβλήματα στην «προχειρότητα» με την οποία έκανε την «πανεπιστημιοποίηση» η προηγούμενη κυβέρνηση, ανέδειξε δε ως «ενδεδειγμένη λύση» την ένταξη του συγκεκριμένου Τμήματος ως αυτοτελούς στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο. Η κυβέρνηση έκανε προκηρύξεις για πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού, οι οποίες όμως δεν βρήκαν ανταπόκριση, είπε, προσπερνώντας βέβαια ότι αυτές ήταν μόνο για έκτακτο προσωπικό.
Σχολιάζοντας τις απαντήσεις του υφυπουργού, ο Γ. Δελής επισήμανε ότι «η Σχολή λειτουργεί εδώ και 13 με 14 χρόνια και είναι σαφέστατες, συνεπώς, οι ευθύνες όλων των κυβερνήσεων. Ούτε είναι θέμα πού θα ανήκει η Σχολή. Το ζήτημα είναι να εξασφαλιστούν εκείνοι οι υλικοί όροι, με μόνιμο προσωπικό, υποδομές και πρόγραμμα, ώστε τα παιδιά, οι φοιτητές, να σπουδάσουν ανεμπόδιστα και να τελειώσουν κανονικά τις σχολές τους, να πάρουν το πτυχίο τους».