Ανοιχτό το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, αλλά και σχηματισμού «οικουμενικής κυβέρνησης»
ANSA |
Το βράδυ της Τετάρτης ο Ματέο Ρέντσι (που παραμένει στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος - PD) υπέβαλε και επίσημα την παραίτησή του στον πρόεδρο της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα, δίνοντας το σύνθημα για μια νέα περίοδο πολιτικών διεργασιών στη χώρα.
Μετά τη συντριπτική επικράτηση του «όχι» (με περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά) στο δημοψήφισμα που έγινε την Κυριακή για ένα πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, ήρθαν ακόμα περισσότερο στην επιφάνεια ενδοαστικές διαφωνίες για το μείγμα διαχείρισης της κατάστασης της ιταλικής οικονομίας, με ερωτήματα για διάφορα θέματα (π.χ. συμμετοχή στην ΕΕ). Αλλωστε, δεν είναι τυχαία γεγονότα η εμφάνιση και ενίσχυση ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων όπως το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» και η «Λίγκα του Βορρά», που αντιδρούν στη συμμετοχή στην ΕΕ. Ενώ ακόμα και τμήματα του PD εκφράζουν προβληματισμούς για τη «λιτότητα» και την αυστηρή «δημοσιονομική πειθαρχία» που προτάσσουν οι Βρυξέλλες, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Ρέντσι είχε πρόσφατα υψώσει τους τόνους και τις «εκκλήσεις» προς την Ενωση. Φυσικά, όχι από τη σκοπιά του πώς θα περισωθούν και θα ενισχυθούν οι λαϊκές κατακτήσεις, αλλά του πώς θα ανακτηθεί η χαμένη δύναμη του ιταλικού κεφαλαίου στο φόντο της όξυνσης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σε όλη την Ευρώπη αλλά και διεθνώς.
Σύμφωνα με το ιταλικό πρακτορείο «Ανσα», ο Ρέντσι, μιλώντας στην ηγεσία του PD, τάχθηκε υπέρ είτε της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες είτε μιας ευρείας κυβέρνησης «εθνικής ευθύνης» που θα αντιμετωπίσει και τις «διεθνείς υποχρεώσεις που γνωρίζει το PD και που δεν μπορεί μόνο του (να αντιμετωπίσει), καθώς ήδη έχουμε πληρώσει το τίμημα». «Και άλλοι πρέπει να σηκώσουν μέρος του φορτίου», φέρεται να δήλωσε. Βεβαίως, δεν έχει εκλείψει και το ενδεχόμενο σχηματισμού «κυβέρνησης τεχνοκρατών» (με επικρατέστερο επικεφαλής της τον υπουργό Οικονομικών Πιερ Πάολο Παντοάν), που θα αναλάβει εκείνη να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές (πιθανώς κυβερνώντας ακόμα και για όλη την τρέχουσα 4ετία, δηλαδή ως το 2018, κατά ορισμένους).
Χτες, ο Ματαρέλα συναντήθηκε με τους προέδρους της Γερουσίας και της Βουλής, Πιέτρο Γκράσο και Λάουρα Μποντρίνι αντίστοιχα, καθώς και με τον πρώην Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.
Θα ακολουθήσουν επαφές με τους επικεφαλής των μικρότερων κομμάτων και θα ακολουθήσουν τα μεγαλύτερα. «Κίνημα Πέντε Αστέρων» και «Λίγκα του Βορρά» έχουν ήδη ζητήσει να γίνουν εκλογές άμεσα. Η «Φόρτσα Ιτάλια» εμφανίζεται διχασμένη, ενώ για το PD φαίνεται ότι ξεκινά περίοδος γενικότερων διεργασιών, μπροστά και στο συνέδριο του κόμματος που ίσως γίνει τον Γενάρη.
Στο μεταξύ, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί δήλωσε χτες ότι «σε ό,τι αφορά τις ιταλικές τράπεζες, θέμα για το οποίο υπάρχουν συζητήσεις με ποικίλους θεσμούς, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα προβλήματα δεν έχουν αλλάξει από την περασμένη βδομάδα, δεν έχουν επιδεινωθεί ή αυξηθεί», είπε. «Στην Ευρώπη έχουμε τη δυνατότητα να διαχειριστούμε όλα τα τραπεζικά προβλήματα», πρόσθεσε.
Πάντως, η διοίκηση της τράπεζας Monte dei Paschi (MPS), της τρίτης μεγαλύτερης ιταλικής τράπεζας, που έχει βασικό μέτοχο το ιταλικό Δημόσιο, ζήτησε περιθώριο μέχρι τα μέσα Γενάρη για να συγκεντρώσει τα 5 δισ. ευρώ που χρειάζεται ώστε να καλύψει (από ιδιωτικές πηγές) τις ανάγκες της σε κεφάλαια. Στη σχετική επιστολή, η διοίκηση της MPS συνδέει την έλλειψη κεφαλαίων με την «πολιτική αστάθεια» που προκάλεσε η παραίτηση Ρέντσι.
Από τις περασμένες εκλογές (18 Ιούνη 2015) είχε προκύψει πλειοψηφία του συντηρητικού μπλοκ (λεγόμενου μπλε μπλοκ) λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας από την πολιτική που υλοποιούσε η κυβέρνηση του λεγόμενου κόκκινου μπλοκ (σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές) και λόγω διαφωνιών σε διαχειριστικά ζητήματα, αφού το κάθε κόμμα στηρίζει και διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου. Την κυβέρνηση ανέλαβε μόνο του το Φιλελεύθερο κόμμα (τρίτο σε εκλογική δύναμη με 19%) με τη στήριξη όμως των υπόλοιπων δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων.
Αν και τα τελευταία τρία χρόνια οι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού συστήματος προσπαθούν να πείσουν ότι η κρίση ξεπεράστηκε στη Δανία, δεν παρατηρείται στην πράξη κάποια ουσιαστική τάση ανάκαμψης και δυσκολεύει καθημερινά η οικονομική κατάσταση για τη μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων. Τον προηγούμενο Αύγουστο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το καλούμενο πλάνο 2025 (βλ. «Ριζοσπάστης» 6.8.2016), με στόχο την παραγωγική ανάπτυξη, αλλά, παρά τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και τις πολλαπλές υποχωρήσεις, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει πλειοψηφία στη Βουλή για τη στήριξή του, αφού στα αστικά κόμματα εκφράζονται διαφορετικές τάσεις ως προς τις επιλογές που μπορεί να βγάλουν τη δανέζικη οικονομία από την κρίση.
Το τελευταίο διάστημα, οι έντονες πιέσεις από το μεγάλο κεφάλαιο για δημιουργία κοινοβουλευτικού κλίματος συναίνεσης και χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων για την εύκολη ενσωμάτωσή τους στις επιδιώξεις του, ανάγκασαν τα 3 συντηρητικά κόμματα του μπλε μπλοκ να βρουν λύση για τρικομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό πάλι τον Λαρς Λέκε Ράσμουσεν, που θα στηριχτεί και από το ακροδεξιό ρατσιστικό Λαϊκό Κόμμα.
Με ένα κυβερνητικό πρόγραμμα τάχα βιώσιμης ανάπτυξης που δεν διαφέρει και πολύ από το προηγούμενο και που στην πράξη σημαίνει αλλαγές μόνο σε κυβερνητικά πρόσωπα και συνέχιση της πολιτικής που τσακίζει τα λαϊκά συμφέροντα, αφού ο άξονας αυτού του νέου κυβερνητικού προγράμματος αφορά, σύμφωνα με τις πρώτες ανακοινώσεις, κι άλλες περικοπές στο Δημόσιο, μέτρα για την κινητικότητα, φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων και των υψηλόμισθων, ιδιωτικοποίηση του τηλεοπτικού TV2 και εξέταση για ιδιωτικοποίηση της κρατικής ραδιοφωνίας, περαιτέρω αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης (είναι ήδη στα 68), αλλαγή του συστήματος επιδότησης των φοιτητών που σημαίνει σταδιακή κατάργησή του, παραπέρα αυστηροποίηση των νόμων για την υποδοχή προσφύγων, βάρος στον χαρακτηρισμό της Δανίας ως χώρας χριστιανικής (κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι σήμερα και θα συμβάλλει στην όξυνση της αντιμουσουλμανικής υστερίας των τελευταίων χρόνων), καθώς και έκτακτα μέτρα καταστολής και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας των νέων. Με το πρόσχημα ότι λείπουν εργατικά χέρια σκοπεύουν να κόψουν κάθε λογής κοινωνικό επίδομα που θα αναγκάσει κατά τα λεγόμενά τους τους μακροχρόνια άνεργους ή μερίδα των αναπήρων να βρουν δουλειά.
Η αντιπολίτευση (σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές) καθώς και ο κυβερνητικός συνδικαλισμός παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις και κάνουν ανακοινώσεις για λάθος πολιτικές επιλογές και ζητούν άμεσα εκλογές, καλλιεργώντας μόνιμα αυταπάτες ότι με μια αλλαγή κυβέρνησης μπορούν υπάρξουν φιλολαϊκές αλλαγές, μέσα στην ΕΕ, με την αστική τάξη να κάνει κουμάντο, παλεύοντας επί της ουσίας να διαιωνίσουν την εξουσία του κεφαλαίου και τον καπιταλισμό. Προβάλλουν από κοινού σαν μονόδρομο την ανταγωνιστικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων.
Οι παραπάνω εξελίξεις στη Δανία αποδεικνύουν ακόμα μια φορά ότι σε κάθε καπιταλιστική χώρα η πλουτοκρατία έχει πολλές εφεδρείες, αριστερές δεξιές και ανάμεικτες, και τις αξιοποιεί κάθε φορά ανάλογα για να κάνει τη δουλειά της. Ο κάθε λαός έχει την πείρα του και γι' αυτό επιβάλλεται άμεσα να την αξιοποιήσει με γνώμονα το ίδιο του το συμφέρον και να κάνει βήματα μπροστά στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης πρώτα και κύρια στο εργατικό κίνημα. Προϋπόθεση, βέβαια, για αυτό είναι η ύπαρξη και ισχυροποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων με επαναστατική στρατηγική ρήξης με το κεφάλαιο.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ.--
Νεκρός από πυρά ανδρών των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας έπεσε χτες ένας ακόμα νεαρός Παλαιστίνιος στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη. Σύμφωνα με την ισραηλινή αστυνομία, ο 18χρονος φάνηκε «ύποπτος» στους συνοριακούς αστυνομικούς και επειδή «δεν έδωσε προσοχή στις φωνές τους» και «συνέχισε να κινείται προς το μέρος τους», τον πυροβόλησαν. Είπαν ακόμα ότι ο νεαρός κράταγε και μαχαίρι. Βέβαια, είναι δεκάδες οι φορές που αθώοι Παλαιστίνιοι έχουν δολοφονηθεί απλώς και μόνο επειδή διαμαρτυρήθηκαν για τις άθλιες συνθήκες κατοχής.
Χτεσινά τηλεγραφήματα πρακτορείων σημείωναν ότι μόνο τους τελευταίους 14 μήνες οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας και ο στρατός έχουν σκοτώσει τουλάχιστον 230 Παλαιστινίους.