Από τις περασμένες εκλογές (18 Ιούνη 2015) είχε προκύψει πλειοψηφία του συντηρητικού μπλοκ (λεγόμενου μπλε μπλοκ) λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας από την πολιτική που υλοποιούσε η κυβέρνηση του λεγόμενου κόκκινου μπλοκ (σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές) και λόγω διαφωνιών σε διαχειριστικά ζητήματα, αφού το κάθε κόμμα στηρίζει και διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου. Την κυβέρνηση ανέλαβε μόνο του το Φιλελεύθερο κόμμα (τρίτο σε εκλογική δύναμη με 19%) με τη στήριξη όμως των υπόλοιπων δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων.
Αν και τα τελευταία τρία χρόνια οι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού συστήματος προσπαθούν να πείσουν ότι η κρίση ξεπεράστηκε στη Δανία, δεν παρατηρείται στην πράξη κάποια ουσιαστική τάση ανάκαμψης και δυσκολεύει καθημερινά η οικονομική κατάσταση για τη μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων. Τον προηγούμενο Αύγουστο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το καλούμενο πλάνο 2025 (βλ. «Ριζοσπάστης» 6.8.2016), με στόχο την παραγωγική ανάπτυξη, αλλά, παρά τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και τις πολλαπλές υποχωρήσεις, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει πλειοψηφία στη Βουλή για τη στήριξή του, αφού στα αστικά κόμματα εκφράζονται διαφορετικές τάσεις ως προς τις επιλογές που μπορεί να βγάλουν τη δανέζικη οικονομία από την κρίση.
Το τελευταίο διάστημα, οι έντονες πιέσεις από το μεγάλο κεφάλαιο για δημιουργία κοινοβουλευτικού κλίματος συναίνεσης και χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων για την εύκολη ενσωμάτωσή τους στις επιδιώξεις του, ανάγκασαν τα 3 συντηρητικά κόμματα του μπλε μπλοκ να βρουν λύση για τρικομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό πάλι τον Λαρς Λέκε Ράσμουσεν, που θα στηριχτεί και από το ακροδεξιό ρατσιστικό Λαϊκό Κόμμα.
Με ένα κυβερνητικό πρόγραμμα τάχα βιώσιμης ανάπτυξης που δεν διαφέρει και πολύ από το προηγούμενο και που στην πράξη σημαίνει αλλαγές μόνο σε κυβερνητικά πρόσωπα και συνέχιση της πολιτικής που τσακίζει τα λαϊκά συμφέροντα, αφού ο άξονας αυτού του νέου κυβερνητικού προγράμματος αφορά, σύμφωνα με τις πρώτες ανακοινώσεις, κι άλλες περικοπές στο Δημόσιο, μέτρα για την κινητικότητα, φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων και των υψηλόμισθων, ιδιωτικοποίηση του τηλεοπτικού TV2 και εξέταση για ιδιωτικοποίηση της κρατικής ραδιοφωνίας, περαιτέρω αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης (είναι ήδη στα 68), αλλαγή του συστήματος επιδότησης των φοιτητών που σημαίνει σταδιακή κατάργησή του, παραπέρα αυστηροποίηση των νόμων για την υποδοχή προσφύγων, βάρος στον χαρακτηρισμό της Δανίας ως χώρας χριστιανικής (κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι σήμερα και θα συμβάλλει στην όξυνση της αντιμουσουλμανικής υστερίας των τελευταίων χρόνων), καθώς και έκτακτα μέτρα καταστολής και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας των νέων. Με το πρόσχημα ότι λείπουν εργατικά χέρια σκοπεύουν να κόψουν κάθε λογής κοινωνικό επίδομα που θα αναγκάσει κατά τα λεγόμενά τους τους μακροχρόνια άνεργους ή μερίδα των αναπήρων να βρουν δουλειά.
Η αντιπολίτευση (σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές) καθώς και ο κυβερνητικός συνδικαλισμός παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις και κάνουν ανακοινώσεις για λάθος πολιτικές επιλογές και ζητούν άμεσα εκλογές, καλλιεργώντας μόνιμα αυταπάτες ότι με μια αλλαγή κυβέρνησης μπορούν υπάρξουν φιλολαϊκές αλλαγές, μέσα στην ΕΕ, με την αστική τάξη να κάνει κουμάντο, παλεύοντας επί της ουσίας να διαιωνίσουν την εξουσία του κεφαλαίου και τον καπιταλισμό. Προβάλλουν από κοινού σαν μονόδρομο την ανταγωνιστικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων.
Οι παραπάνω εξελίξεις στη Δανία αποδεικνύουν ακόμα μια φορά ότι σε κάθε καπιταλιστική χώρα η πλουτοκρατία έχει πολλές εφεδρείες, αριστερές δεξιές και ανάμεικτες, και τις αξιοποιεί κάθε φορά ανάλογα για να κάνει τη δουλειά της. Ο κάθε λαός έχει την πείρα του και γι' αυτό επιβάλλεται άμεσα να την αξιοποιήσει με γνώμονα το ίδιο του το συμφέρον και να κάνει βήματα μπροστά στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης πρώτα και κύρια στο εργατικό κίνημα. Προϋπόθεση, βέβαια, για αυτό είναι η ύπαρξη και ισχυροποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων με επαναστατική στρατηγική ρήξης με το κεφάλαιο.